United States or Guinea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άντρες και γυναίκες, δίπλωναν τες φλοκάτες τους σταυρωτά κατά πίσω, τες πίστρωναν ύστερα σα προσκέφαλα κ' εφορτωνόνταν ένας με τον άλλον τα θεόρατα μάρμαρα. Ως που φορτώθηκαν όλοι κι ως π' αναλήφτηκαν από μπροστά οι άσπροι σωροί. Όταν ξεκίνησαν τον κατήφορο κατά το χωριό, χάραζε.

Εκεί βλέπω εις τον θρόνον καθήμενον έναν ενδεδυμένον βασιλικά με κορώναν και με το σκήπτρον και από το ένα μέρος και το άλλο πολλούς γονατιστούς εις σχήμα να τον προσκυνούν και άλλους ορθούς με τα χέρια σταυρωτά, όμως όλοι ακίνητοι και εσυμπέρανα ότι εκείνος ήτον ο βασιλεύς με τους μεγιστάνας του.

Δε μπορώ ν' ακούω περισσότερο αυτές της τρέλλες». Σκεφτική απεσύρθη στο δωμάτιο της, έπεσε στο κρεββάτι, κ' είχε μεγάλη λύπη. «Δυστυχισμένη! γιατί να γεννηθώ; Η καρδιά μου βαρειά είναι και πληγωμένη. Βραγγίνα, αγαπητή αδελφή, η ζωή μου είναι τόσο σκληρή και τραχειά που χίλιες φορές θα προτιμούσα το θάνατο. Είναι κει ένας τρελλός, κουρεμένος σταυρωτά, που ήρθε δω μέσα στην κακή ώρα.

»Όταν η μαύρ' η μάνα μου, εμπρός σε μιαν εικόνα, Πλάστη μου, μ' εγονάτιζε με σταυρωτά τα χέρια, Και μώλεγε να δεηθώ για κειούς που το χειμώνα Σα λύκοι ετρέχαν στα βουνά, με χιόνια, μ' αγριοκαίρια Για να μη ζούνε στο ζυγό, ένοιωθα τη φωνή μου Να ξεψυχάη στα χείλη μου, εσπάραζε η καρδιά μου, Μου ετρέμανε τα γόνατα, σαν νάθελε η ψυχή μου Να φύγη με τη δέηση από τα σωθικά μου

Πρώτος ένας ψηλός και λιγνός σα ρέγγα Άγγλος, με φαρδειά λινά ρούχα, με μιαν άσπρη κάσκα και τα λορνιόν του κρεμασμένα σταυρωτά από τον ώμο του.

Του χαμογελούσε και φαίνονταν τα γερά της δόντια κάτω από το σκούρο, τριχωτό χείλος της. « Και η ντόνα Έστερ; Και η ντόνα Νοέμι;» «Η Έστερ πήγε στην εκκλησία, η Νοέμι σηκώνεται τώρα. Καλός ο καιρός, Έφις! Πώς πάει εκεί κάτω;» «Καλά, καλά, δόξα τω Θεώ, όλα καλάΑκόμη και η κουζίνα ήταν παμπάλαια: ευρύχωρη, χαμηλοτάβανη με σταυρωτά δοκάρια στο ταβάνι μαυρισμένα από την καπνιά.

Άντρες και γυναίκες, δίπλωναν τες φλοκάτες τους σταυρωτά κατά πίσω, τες πίστρωναν ύστερα σα προσκέφαλα κ' εφορτωνόνταν ο ένας με τον άλλον τα θεόρατα μάρμαρα. Ως που φορτώθηκαν όλοι κι ως π' αναλήφτηκαν από μπροστά οι άσπροι σωροί. Όταν ξεκίνησαν τον κατήφορο κατά το χωριό, χάραζε.

Τράβα μια, Φαφάνα, να πάνε τα φαρμάκια κάτω. Ο καπετάν-Φαφάνας, πιών το κονιάκ, εξηκολούθησεν: — Ήλθεν ο δήμαρχος και όλη η δωδεκάδα. Όλοι στολισμένοι με κατακαίνουργα σταυρωτά περιστήθια, με καινούργιαις γούναις όλοι, με τα φέσια των τα υψηλά, 'ς την αράδα, κατακόκκινα, σαν παπαρούναις.