Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 29 Ιουνίου 2025


Ούτος δεν ηδυνήθη να κρατηθή και το ήνοιξεν. Εφάνησαν δε τα φλωρία ακτινοβολούντα εις το σκότος. — Και της αλήθειας, &μέσα& είνε, είπε μειδιάσας. — Τώρα; είπεν ο ξένος. — Ορισμός σας, είπεν ο Πρωτόγυφτος. Και προσήλθεν ευθύς προς την κλίνην της Αϊμάς. Έσεισεν αποτόμως τον ώμον της κόρης και την αφύπνισεν, αν εκοιμάτο ήδη. Ο Μάχτος ενόμισεν ότι βλέπει όνειρον, έσπευσε κατόπιν του πατρός του.

Εις τούτο το φαινόμενον εγώ φοβηθείς έμεινα εκστατικός, τόσον μάλιστα που εκατάλαβα πώς εκείνο το σκότος επροξένησεν ένα μέγιστον όρνεον, το οποίον πετώντας εις τον αέρα επλησίαζε προς εμένα.

Ήμουνε κάτω στα λιβάδια, διηγήθη ο Καπετάνιος, και μιαν κοπανιά μέρα μεσημέρι αρχίζει κεσκοτίνιαζε ο κόσμος, κ' εγίνηκε σκότος, σαν να νύχτιασε. Ξανοίγω τον ήλιο και θωρώ μια μαύρη βούλα, και γύρου γύρου άστρα. Σαν τη νύχτα δε σάςε λέω; Κιαρχίζουν και τα βούγια να μουγκαλιούνται κοι σκύλοι να κλαίνε.

Εις το διάστημα δύο ωρών εστεκόμεθα εις ετούτο το φοβερόν σκότος, αναμένοντες την τιμωρίαν, που μας ήτον φυλαγμένη.

Να λάμπη τώρα έπρεπε φως της ημέρας, κι' όμως σβύνει το σκότος της νυκτός τον ταξειδιάρην λύχνον. Η 'μέρα μην εντρέπεται; ή θριαμβεύει η Νύκτα, κι' αντί ν' ασπάζεται την γην το φως το ζωογόνον, το πρόσωπόν του έκρυψετα σάβανα του σκότους;

Πλην τούτου οι οφθαλμοί της, οίτινες έβλεπον καλώς, ήθελον συνειθίσει εις το σκότος, και θα υπηρέτουν αυτήν καλλίτερον.

Το λοιπόν, επαναλαμβάνει λέγων ο μαροκηνός Δημοσθένης, όσοι με καταλάβατε, και θαρρώ πως με καταλάβατε όλοι, γιατί όλοι έχετε ηλικία, . . . . αύριο βράδυτου Μπενί-Αλλάχ την ταβέρνα! Σύμφωνοι; — Σύμφωνοι! απαντώσι πάντες σχεδόν οι συνοδοιπόροι, και αφανίζονται εις το σκότος των στενών ατραπών της πόλεως.

Είχεν έλθει εκεί περί την δύσιν του ηλίου. Με την αμφιλύκην της νυκτός, υπό τον συννεφιασμένον ουρανόν της τρικυμίας, δεν εφαίνετο πλέον αν ήτο αγρίμιον ή παιδίον το ζωντανόν, το οποίον εκινείτο εκεί εις το σκότος. Ο Πάπος είχεν αρχίσει να εντρέπεται, διότι δεν είχεν υπάγει μαζί με τον πατέρα του.

Είχε δε και αυτός μεταξύ των ακροατών ομόφρονάς τινας οι οποίοι τον ενεθάρρυναν αλλ' είχεν ήδη καταπονηθή και η φωνή του ήτο εξησθενημένη και το πλήθος εφαίνετο ότι απέκλινε προς τον Δάμιν. Εννοήσας δε εγώ τον κίνδυνον, διέταξα την νύκτα να διαχύση το σκότος και να διαλύση την συνάθροισιν. Ανεχώρησαν λοιπόν αφού συνεφώνησαν να συνεχίσουν την επιούσαν την συζήτησιν.

Τέλος διά τινων στενωπών ακόμη έφθασαν εις την οικίαν του γαμβρού της. — Γιωργό; λέγει αίφνης η Μιλάχρω τρέμουσα. Γλέπ'ς φέξο; — Δε γλέπω! απήντησεν ο Μπάρμπα Δήμαρχος. Σκότος βαθύ τωόντι εβασίλευεν εις όλα τα παράθυρα της οικίας του Στεφανάκη. — Κοιμούνται τάχα! Εψιθύρισε μετά δειλίας η Μιλάχρω. Ανέβησαν την κλίμακα. Φως ουδέν.

Λέξη Της Ημέρας

βαρδαλάαας

Άλλοι Ψάχνουν