Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 28 Μαΐου 2025
Φαίνεται λοιπόν ότι εκ της φωνής του Σκούντα και εκ της μορφής αυτού, ην κατώρθωσεν επί μίαν στιγμήν να ίδη, τον ανεγνώρισεν ότι ούτος ήτο ο άρπαξ της συζύγου του· το τραύμα δε αυτού ήτο πρόσφατον, και η οργή του αφορμήν εζήτει όπως εκραγή. Ευθύς δ' ως είδε τον Σκούνταν, εξέλαβε τούτον ως δώρον της Νεμέσεως και ερρίφθη επ' αυτού με την λύσσαν της τίγρεως.
Και τω έδωκε την κλείδα. Ο Σκούντας την έλαβε και την έκρυψεν εις την ζώνην του. Και ιδού πώς ο Τρανταχτής ενόμισεν ότι &κατάφερε& τον Σκούνταν να τω κάμη την χάριν ταύτην, ενώ ούτος επίστευε πάλιν εν συνειδήσει, ότι αυτός ήτο ο πείσας τον Τρανταχτήν να τον πέμψη εις την αποστολήν ταύτην, και να τω είπη και &ευχαριστώ&. Μαθήματα συλλαβισμού.
Ούτος είχε δύο επαγγέλματα. Με τους τιμίους ήτο τίμιος, και με τον Σκούνταν ομότεχνός του. — Και έχεις εσύ σχέσεις εις την Ρώμην, διαβόλου Τρανταχτή; — Δεν το ειξεύρεις; απήντησεν ο Τρανταχτής ιλλωπίζων τους οφθαλμούς. Και ποίος είνε ο ανταποκριτής σου; — Ο Πάπας, είπεν απαθώς ο Τρανταχτής. Ο Σκούντας έβαλε πλατύν γέλωτα. — Διατί γελάς; — Διότι μ' εμπαίζεις, είπεν ο Σκούντας.
Ο Μάχτος καλέσας τον κάπηλον τω είπε κρυφίως· — Ειξεύρεις γράμματα; — Δεν ειξεύρω, απήντησεν ο Κατούνας. — Δεν είνε κανείς άλλος εδώ να ειξεύρη; ηρώτησεν ο νέος. Ο Κατούνας τω έδειξε διά της χειρός τον Σκούνταν. Το βλέμμα του Μάχτου εστράφη προς αυτόν. — Τι τρέχει; ηρώτησεν ο Σκούντας παρατηρήσας ότι ωμίλουν περί αυτού. — Τίποτε, απήντησεν ο Κατούνας. Ο φίλος εδώ κάτι μ' ερωτά.
— Την έλαβα προ οκτώ ημερών. Η επιστολή λέγει ότι μετά ένα μήνα θα γείνη το ταξείδιον. — Λοιπόν; — Αν υπολογίσωμεν και τρεις εβδομάδας επάνω κάτω ίσως να φθάση εις χείρας μου η επιστολή . . . — Ως τόσον, πιστεύω. — Ο καρδινάλιος τότε είνε εις τον δρόμον. — Βέβαια. — Λοιπόν;..... Ο Τρανταχτής εκύτταξεν ατενώς κατά πρόσωπον τον Σκούνταν. Ούτος δε κατέστη σύννους και σκεπτικός επί τινας στιγμάς.
Καθ' ην στιγμήν ανήφθη επί μίαν στιγμήν η δας, η κόρη είχεν ιδεί ακαριαίως το πρόσωπον του Τρέκλα φωτισθέν, και πάλιν το σκότος επανήλθεν. Όσον διά τον Σκούνταν, ούτος είχεν εστραμμένα προς αυτήν τα νώτα, αλλ' όμως και πάλιν τον είδεν εκ πλαγίου, και τη εφάνη ότι δεν ήτο ο Μάχτος.
Εκάθισεν επί λίθου αντικρύ το φρουρού και δεν εσάλευεν. Όσον διά τον Σκούνταν, ούτος ίστατο μακρόθεν εις το σκότος και δεν εσκέπτετο να πλησιάση. Ο φρουρός, ιδών την παράδοξον επιμονήν του Μάχτου, επλησίασε και τω είπε· — Τι θέλεις; Δεν μου λες; Ο Μάχτος απεπειράθη να λαλήση, αλλά τα δάκρυα έπνιξαν την φωνήν του. Ο στρατιώτης τον ελυπήθη έτι μάλλον.
Ο Σκούντας και η Αϊμά έκυψαν ίνα εξέλθωσιν εκ του περιβόλου της μονής. Την αυτήν στιγμήν οι κώδωνες ήρχισαν να σημαίνωσι διά το μεσονυκτικόν. Τότε ο γέρων Φούρβης έβαλε κραυγήν και συνέλαβε τον Σκούνταν εκ των όπισθεν. — Τρέξατε! εδώ τους έχω. Τους έπιασα. Ο Σκούντας τοσούτον σφοδρώς τον ώθησεν, ώστε τον ανέτρεψεν ύπτιον επί του πλακοστρώτου εδάφους. Ο Φούρβης πεσών εδούπησεν ως αδρανής όγκος.
Εις τας όψεις αυτής η τολμηρά αύτη πράξις του ξένου εκείνου εφαίνετο ως ανδραγάθημα. Ήτο γυνή, και ήτο λίαν ευπτόητος. Τέλος δεν ηδύνατο να μη ευγνωμονή προς τον Σκούνταν. Ούτως ενόμιζεν: Αν εκείνος μετήλθεν απάτην, όπως πείση αυτήν να τον ακολουθήση, βεβαίως έπραξε τούτο επ' αγαθώ, διότι άλλως δεν θα τον ηκολούθει.
Δεν είχεν αναγνωρίσει τον Σκούνταν, άδηλον δε και αν τω ήτο εξ αρχής γνωστός. Η Αϊμά δεν απηύθυνεν άλλην ερώτησιν. — Κοιμήσου, της είπε και εκ δευτέρου ο Πρωτόγυφτος, και αύριον πρωί θα πάμε εις το σπήτι μας. Αλλ' η Αϊμά πολύ απείχε του να υπακούση εις την παρακέλευσιν ταύτην, και εβυθίσθη εις αντιφατικούς διαλογισμούς.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν