United States or Jamaica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και στα κλαδιά τα λευκοπράσινα είδα σωρούς να κρέμονται τα σκέλεθρα κάτασπρα, ετοιμόρροπα, πομπή και γάνα όλων των παλαβών εκείνων που εστηρίχθηκαν στης φαντασίας την ορμή και όχι στου νεύρου τη δύναμι και της σάρκας την αλύγιστη επιρροή.

Τώρα δε αφού εθρήνησε καθείς σας εκείνον που είναι πρέπον αποχωρήσατε». Τοιαύτη υπήρξεν η επικήδειος πομπή η οποία έγινε κατά τον χειμώνα εκείνον, μετά του οποίου ετελείωσε και το πρώτον έτος του πολέμου.

Δεύτερον νεύμα, έτι ασθενέστερον έκαμεν η νέα. Ήτον Κυριακή πρωί, ώρα δεκάτη, απολείτουργα. Η πομπή διηυθύνθη εις τον ναόν, όπου ετελέσθη ο γάμος. Ο γάμος έγεινεν επίσημος.

Οχ τον κύκλο σου μη βγαίνεις, Ότι αλλιώς κακοπαθαίνεις Η κ ο υ τ ζ ι ο ν ο ύ ρ α Α λ ο υ π ο ύ. Μια Αλουπού, πώς εγελάστη, 235 Κι' σε δόκανον επιάστη Τέτιο ζώο πονηρό, Στην αλήθια δεν το ξέρω, Μήτε θέλω να υποφέρω, Να ξετάξω να το βρω. 240 Ξέρω ωστόσο, και μου φτάνει· Πως επιάστη, και πως χάνει Για κακή της συφορά, Μ' αδιόρθωτη πομπή της Την καλέτερη στολή της, 245 Τη μεγάλη της νορά.

Υπάρχει μια παράδοση, που λέγεται η πομπή του θανάτου. Ο θάνατος είναι σκεπασμένος με λευκό μαντύα, το κρανίο του όμως μένει ξέσκεπο. Πίσω του έρχεται μια μακριά ακολουθία από νέους και γέρους ανάκατα κ' είναι τόσο μακριά ώστε χάνεται στο απέραντο και κανένας δεν μπορεί να δη το τέλος της. Ο θάνατος κρατεί στο χέρι ένα κουδούνι και φαίνεται πως μόλις το σήμανε.

Αλλά μόλις ήκουσε την κατ' αυτού ύβριν της γρηά Γαλανής εξηγέρθη όλος, ύψωσεν υπερηφάνως την κεφαλήν, συνήλθεν ευθύς εκ της μέθης του και με τρέμοντα εκ της οργής χείλη επανέλαβε: — 'Σ την πομπή μου! ακούςτην πομπή μου! εμένατην πομπή μου, παληόγρηα;

Η πομπή του θανάτου προχωρεί κι όταν έρχεται η θέση, που μένει ελεύτερη για το νέο, πρέπει να την πάρη κ' η θέση του στη γις μένει αδειανή και κανείς πόθος δεν μπορεί να τον καλέση πίσω. Εκεί όμως που φαίνεται πως τελειώνει η πομπή, ροδίζει μια μεγάλη λάμψη σαν το φως της χαραυγής.

Ο Ιώσηπος διηγείται ότι, μετά την πολιορκίαν του Τίτου, ουδείς, εν τη δηώσει και τη ερημία ήτις έμεινε, θ’ ανεγνώριζε το κάλλος της Ιουδαίας· και αν Εβραίος τις ήρχετο αίφνης εις την πόλιν, όσον καλώς και αν την είχε γνωρίσει πρότερον, θα ηρώτα, «ποία πόλις είνε αύτηΕπήλθε μικρός σταθμός εν τη πομπή ενώ ο Ιησούς έχυνε τα θεία δάκρυα Του και εξέφερε τον προφητικόν θρήνον Του.

Μπροστά, στο δρόμο, ο Τριστάνος έστησε ένα κλαδί μοσκοκαρυδιάς όπου ήτανε τυλιγμένο αγιόκλημα. Σε λίγο εμφανίζεται στο δρόμο η πομπή. Πρώτα-πρώτα η συνοδεία του Βασιληά Μάρκου.

Η ντόνα Έστερ, με λυμένο το σάλι ν’ ανεμίζει λίγο επάνω στους ώμους της, βάζει σε τάξη την πομπή: πρώτα τα μικρά παιδιά με τα μεγάλα κεριά στα χέρια, έπειτα η νύφη με τη συγγένισσά της, έπειτα ο γαμπρός με τους συγγενείς του, στο τέλος οι λίγοι καλεσμένοι με το Μιλέζο τελευταίο που έμοιαζε να περιγελά σιωπηλά όλους. «Τώρα θα μ’ αφήσουν μόνο», σκέφτεται ο Έφις με κάποια πίκρα. «Μόνο.