United States or Vatican City ? Vote for the TOP Country of the Week !


Χαιρότανε να δίνη κι όταν πλησίαζε με τις πεντάρες του και φαινότανε τόσο ευτυχισμένοςσα να γνώριζε τί σημασία έχει για ένα φτωχό μουσικό να του δίνουν χρήματα για να φάησυχνά έκανε κάποιο μελαψό πρόσωπο να γελά, δείχνοντας τα λευκά του δόντια, και κάποια μαύρα ολάστραφτα μάτια να κοιτάζουνε με χαρά τα γαλανά δικά του. Τώρα όμως κρεμότανε τόσο κουρασμένος και μικρός στην αγκαλιά του πατέρα.

Τέλος πλησίαζε η μέρα, που την περιμέναμε καιρό, η μέρα, που έμελλε να γεννηθή το τέκνο μας και να βγη στο φως το μυστικό, που μου είχε μπιστευτεί από καιρό η γυναίκα μου, το μυστικό που έδινε στην ψυχή της ένταση και στην ελπίδα της φτερά κ' έμελλε να ξαναφέρη την ευτυχία στο σπίτι μας. Το προαίστημα αυτό έκαμε τόσο φωτεινό το καλοκαίρι μας, έτσι τουλάχιστο το βλέπω τώρα.

Καμμιά άλλη επιθυμία δεν είχε πεια στην καρδιά του. Έπειτ' από λίγο είπε και τον πήγαν στην ακτή του Πέμμαρχ, κι' όσο ήταν ο ήλιος στον ουρανό, κύτταζε μακρυά στη θάλασσα. Ακούστε, Άρχοντες, μια θλιβερή ιστορία, που θα κάνη να κλάψουν όσους αγαπούν. Η Ιζόλδη πλησίαζε κι' όλα. Η ακτή του Πέμμαρχ φαινότανε μακρυά, και πειο χαρωπά αρμένιζε το καράβι. Ξαφνικά άνεμος καταιγίδας σηκώνεται.

Όσο πλησίαζε στο κτηματάκι, ανηφορίζοντας τη δημοσιά, άκουγε το παράπονο ενός ακορντεόν και νόμιζε ότι τον γελούσαν τ’ αυτιά του συνηθισμένα στους ήχους των πανηγυριών. Τόσα μακρινά πράγματα του έρχονταν στο νου και όλα τα φύλλα θρόιζαν τριγύρω για να τον χαιρετήσουν. Να η αιμασιά, να το ποτάμι, ο λόφος, το καλύβι.

Για την Έλσα όλα αυτά είταν ένας αποχαιρετισμός, καθώς πλησίαζε πάντα περσότερο να περάση εκείνα τα σύνορα, οπόθε δεν ξαναγυρνά κανένας. Εμένα μου φαινότανε σα μάταια ελπίδα πως θα ξανάρχιζε πάλι η ζωή μας και πως η γυναίκα μου θα ξαναγύριζε σε με, σε όλους μας, στη ζωή την ίδια.

Εγώνα το ξέρτεδε γεννήθηκα για να πεθάνω εύκολα... Μα τι κάθουμαι και σας ψέλνω· επρόσθεσε σκάζοντας τα γέλοια. Κ' εσείς θα ζήστε· θα ζήσουμε μαζί ακόμα για πολύ· αργεί η ώρα σας. Οι γέροι κούνησαν μονόγνωμοι το κεφάλι σα να έλεγαν: «από το στόμα σου και στου θεού τ' αυτί». Εκείνη την ώρα ακούστηκαν έξω αλυχτήματα και βαρειά πατήματα, σαν κάποιος να πλησίαζε στο σπιτάκι.