United States or Barbados ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' είναι πλήρες το ποτήριον, δεν χωρεί άλλην πλέον ρανίδα! Και μη απαιτήται αύξησις ποσού διά ν' αυξήση η πικρία της πικρίας του; Μη δεν αυξάνη αφ' εαυτής, καθ' όσον ο χρόνος παρέρχεται; Ω, το βάρος της ζωής! Ω, η αφόρητος ανία της υπάρξεως! Επί τέλους! η λύσις παρουσιάζεται αφ' εαυτής! Επέρχεται η ποθητή διέξοδος επί τέλους!

Κάτω στο Κιόσι, στον αρχοντομαχαλάν, κοντά εις τον ναόν του Χριστού, η Σεραϊνώ, οπού ηγρύπνει εις το σπήτι του Κουμπή, ήκουσε τους κανονοβολισμούς, και μόνη αυτή τους εξήγησεν εις την αληθή σημασίαν των. — Στερεωμένοι, καλορρίζικοι, εψιθύρισε, σχεδόν άνευ πικρίας. Με γυιους, Κουμπή.

Αλλά περί το τέλος, όταν η αγωνία Του εκορυφώθη, και, κενωθείς μέχρι των εσχάτων της δόξης εκείνης, την οποίαν είχε προ καταβολής κόσμου, πιών μέχρι βαθυτάτης τρυγός την κύλακα της ταπεινώσεως και της πικρίας, υπομείνας, όχι μόνον δούλου μορφήν ν' αναλάβη, αλλά να υποφέρη την εσχάτην ατιμίαν την οποίαν η έχθρα του όφεως ηδύνατο να επιβάλη εις την εσχάτην αδυναμίαν, εξέφερε την μυστηριώδη εκείνην κραυγήν, ης η πλήρης σημασία ουδέποτε θα κατανοηθή υπ' ανθρώπου.

Μη φοβάστε... Καλά. Θα τα βρούμε σίγουρα. «Ες άρτι φανερόν γέγονε το ρήμα τούτο », είπέ ποτε εν απορία ο Μέγας Μωυσής. Είχε φονεύσει τον Αιγύπτιον προς χάριν των αδελφών του, και οι αδελφοί του τον εφοβέριζον και τον επότιζον πικρίας. — Πώς το έμαθες; ποιος σου το είπε; ηρώτησεν απορών ο Νικολός. — Μην τα ρωτάς... Θα τα βρούμε, σας λέω.

Όλοι μας αφίνουν, εψιθύρισαν μετά πικρίας. Και αλληλοκρατούμενα ήρχισαν πάλιν τον θλιβερόν των δρόμον.

Το ότι ο Άννας δεν ετόλμησε να ομολογήση τα αισθήματα και τας αφορμάς ταύτας, ηναγκάσθη μάλιστα να τηρήση ταύτα όλως μυστικά, θα ηύξανε μόνον το βάθος της πικρίας του. Και η μέθοδος της ενεργείας του φαίνεται να υπήρξε τόσον έκνομος όσον ήτο και το ότι ανέλαβεν εν τοιούτω τόπω και τοιαύτη ώρα, δικαστικά καθήκοντα.

Μόνον αυτό, είπεν η Αϊμά. — Και τούτο υπόσχομαι να σοι το είπω, ω κόρη. — Ειπέ μοι λοιπόν, είπεν υψώσασα το βλέμμα η Αϊμά. — Όχι τώρα, είπεν ο φιλόσοφος. — Διατί όχι τώρα; ηρώτησε μετά θάρρους η νέα. — Εν καιρώ θα μάθης τούτο. Η Αϊμά εφάνη λυπηθείσα. — Διατί ανυπομονείς; είπεν ο Πλήθων. Όταν σοι λέγω ότι είμαι φίλος, διστάζεις; — Φίλος; επανέλαβε μετά πικρίας η Αϊμά. Και με καταδιώκεις!...

Πάντοτε μόνος, έρημος, με την ψυχήν γεμάτην πικρίας διέρχεται ώρας μαρτυρικάς. Πόσον είχεν αγαπήση και πώς τον αντήμειψαν! Αξίζει τις μετά ταύτα να ζη; δεν είνε περιττόν να υπάρχη; Εν τη συμφορά του έχει παρηγορίαν τινα, ήτις είνε συγχρόνως και πηγή θλίψεως.

Σωκράτης Αλλά παραδέχεσαι, είπα, Πρωταγόρα, ότι μερικοί άνθρωποι ζουν καλά, μερικοί δε πάλιν κακά; Πρωταγόρας Παραδέχομαι, είπε. Σωκράτης Και παραδέχεσαι λοιπόν ότι ένας άνθρωπος ημπορεί να ζη καλά, αν περνά την ζωήν του μέσα εις στενοχωρίας και πικρίας; Πρωταγόρας Όχι, είπε.

Κ' εφ' όσον απεμακρύνετο ο βλάχος, το τραγούδι ήχει εις την λαγκαδιά, γλυκύτερον και περιπαθές όσον η ποίησις και η αφέλειά του. Ο Δημήτρης, ο οποίος ήλπισεν επί στιγμήν ότι ο βλάχος θα διήρχετο πλησίον του και θα τον εβοήθει, ήδη ότε τον ήκουεν απομακρυνόμενον, κατέπεσεν εις εντελή απελπισίαν. — Εδώ θα χαθώ! εψιθύριζεν από καιρού εις καιρόν μετά πικρίας.