Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 9 Ιουνίου 2025


Πια ανάγκη, και πια χρεία, Έτζι αδιάντροπα κι' αχρεία Σε στενεύει να χουγιάζης, Κι' όλους μας να μας πειράζης; 1110 Δεν τηράς πως φορτομένος Μετ' εσάς εγώ ο καϋμένος, Τι τραβώ και δοκιμάζω, Και παράπονο δε βγάζω; Πάρε καν παραδειμμά σου 1115 Οχ την ίδια συντροφιά σου, Που παράνω τυραγνιούνται, Και καθόλου δε γρηκιούνται.

Μας φέρνει μ' άλλους λόγους το ψεγάδι αυτό στον Εγωισμό, όχι δα στον Εγωισμό που έχει όλος ο κόσμος, μα μια σταλίτσα ακόμα. Άλλο ένα. Δε θέλει να κοπιάζη εξόν αν είναι για τον παρά. Άφησε την κούραση για ένα κοινό καλό, που την τρέμει σαν δεν προσμένη κι αυτός ωφέλεια, και πάρε τίποτις άλλο. Πάρε τους στίχους, που δε γραφήκανε στον τόπο μας με σκοπό να ζήση ο ποιητής από δαύτους.

Ο ντον Πρέντου πετάχτηκε επάνω ανασηκώνοντας τις άκρες από το καπότο του σαν να ήθελε ν’ αγκαλιάσει τον υπηρέτη του, και κοιτάχτηκαν σαν δυο παλιοί φίλοι. «Λοιπόν; Λοιπόν;» «Λοιπόν;» «Ναι», είπε ο ντον Πρέντου παίρνοντας πάλι το λόγο πρώτος, «ο Τζατσίντο μου διηγήθηκε τα κατορθώματά σου, βλάκα. Βάλθηκες να κάνεις μια εύκολη δουλειά, ακαμάτη! Καλή δουλειά, βέβαια! Έλα, πάρε

Μην πάρης μια και μονάχη αχτίδα της ψυχικής μας φωτοπλημμύρας, πάρε τις όλες μαζί και παράβαλέ τις μ' όλες μαζί οποιανού άλλου λαού θέλεις. Το χώμα τόχει, τι τα θες.

Χου ! Κατά την διάρκειαν της δευτέρας ταύτης επικλήσεως, οι Τούρκοι κύπτουν και εγείρονται αλληλοδιαδόχως κράζοντες επίσης Χου! Χου! ΧουΟΙ ΤΟΥΡΚΟΙ Όχι, όχι, όχι. ΜΟΥΦΤΗΣ Μην είσαι πλάνος; ΟΙ ΤΟΥΡΚΟΙ Όχι, όχι, όχι. ΟΙ ΤΟΥΡΚΟΙ Μην είσαι ψεύτης; Όχι, όχι, όχι. Μην είσαι πλάνος; Όχι, όχι, όχι. Δώστε του σαρίκι. Είσ' αρχοντικό φυντάνι, πάρε αυτό το γιαταγάνι.

Να μην το ξεχάσης αυτό που σου είπα· «στο ρωμαίικο ό,τι δεν είναι πάρε και δόσε, είναι δασκαλήσιο πράμα». Πού είδες Ρωμιό ν' αφιερώνη όχι ζωή, μόνο στάλα ζωής σε κοινό καλό! Μην πετιέσαι απάνω σα να θυμώνης!

Πάρε τα..,» Τας λέξεις ταύτας εχάραξεν εις την μνήμην του ο Μάχτος βαθέως και ανεξιτήλως, ως διά γλυφίδος. Παρέλιπε δε τον τελευταίον ορισμόν, «... κ' έλα να μ' εύρης», ως μη απευθυνόμενον προσωπικώς προς αυτόν.

Ο Δημήτρης δεν ητένιζε κατά πρόσωπον κανένα εξ όσων απήντα εμπρός του, φοβούμενος μη δειλιάση και οπισθοδρομήση άπρακτος. — Πού είνε ο αφέντης; ηρώτησε τον υπηρέτην, μόλις έφθασεν. — Δεν είν' εδώ· πάρε το 'μεροδούλι σου και φύγε απήντησεν ούτος, αποθέτων επί του πάγκου τεσσαράδραχμον κύλινδρον δεκαρών. — Δεν ήρθα, παιδί μου, για το μεροδούλι· είπεν ο Δημήτρης δειλώς· τον αφέντη θέλω.

Εγώ είμαι η Ματούλα, έλεγεν η μία. — Κ' εγώ η Μυλσούδα, η μικλή, εψέλλιζεν η άλλη, — Κ' εγώ είμαι η Ξενούλα, έλεγεν η τρίτη. — Φίλησέ μας! — Πάρε μας! — Ημείς τα κορίτσια σου! — Εσύ μας γέννησες, μας έκαμες! — Μας γέννησε . . . στον άλλο κόσμο, επρόσθεσε σαρκαστικώς η Ξενούλα. — Χόρεψέ μας! — Δώσε μας μαμ! — Κάμε μας νάνι! — Τραγούδα μας! — Καμάρωσέ μας!

Όταν οι βαρώνοι της Κορνουάλλης άκουσαν, ότι ο Τριστάνος τους πρότεινε μονομαχία, είπαν όλοι στο Βασιληά: «Μεγαλειότατε, πάρε πάλι τη Βασίλισσα. Ανόητοι ήτανε αυτοί που την εσυκοφάντησαν. Όσο για τον Τριστάνο, ας φύγη, όπως το προτείνει, να πολεμήση στη Γαβοΐα ή κοντά στο Βασιληά της Φρίζης. Παράγγειλέ του να σας ξαναφέρη την Ιζόλδη, την τάδε μέρα και γρήγορα».

Λέξη Της Ημέρας

αναστασίας

Άλλοι Ψάχνουν