Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 16 Ιουλίου 2025


Τα παιδιά της γειτονιάς είχαν μαζευτή ολόγυρα. Οι γειτόνισσες βγήκαν στις πόρτες και στα παράθυρα. Μεγάλο σούσουρο γινότανε. Η γρηά ξεφώνιζε σαν τρελλή. Η Ουρανίτσα ήτανε σαν το φλουρί, τα μάτια της είχαν βουρκώσει. Να σου και φάνηκε από το καντούνι ο Καπετάν Λαλεχός. Σαν τον είδε η γρηά άρχισε τα κλάματα, ταναφυλλητά. — Τι τρέχει; Τι γίνεται εδώ πέρα; Τι είνε τούτο το κακό;

Αφού έκλαυσεν ως παιδίον, κ' εθρήνησεν ως γυνή ο Αγάλλος, κ' έβρεξε με δάκρυα το χώμα, δευτέραν και τρίτην ημέραν μετά την ταφήν, συγχρόνως είπε μέσα του: — Δεν πάω εγώ τώρα ν' αρραβωνισθώ την Ουρανίτσα, διά να πάρω την ευχή των γονέων μου; Ιδού φως φανερά, καθώς είπεν ο πατέρας, δεν ημπόρεσα να θεμελιώσω σπίτι χωρίς την ευχή τους.

— Ε! και τι να κάμη, σα σας ακούω και σας! έκραξεν ανυπόμονος ο Αλέξανδρος ο Κονόμος. Μπορεί να μνουχίση τον γυιο του; — Καλλίτερα να τον πανδρέψη, είπεν ο παπάς. Έχουμε κορίτσια στο χωριό. Πώς σας φαίνεται η ανηψιά μου, η Ουρανίτσα του Θωμά Κουμπή; — Καλή και άξια, είπεν ο καπετάν Πέρρος. — Καλά θα τον πανδρέψω, είπεν αποφασιστικός ο κυρ Δημητράκης. Σου δίνω τον λόγον μου, παπά μου.

Ο Γερο-Μαθιός ο γραμματοκομιστής, κάθε φορά που έπιανε το βαπόρι στο νησί, περνούσε απόξω απ' το σπίτι με στίβα τα γράμματα. — Έχομε τίποτα, Μαθιό; ρωτούσε η Ουρανίτσα απ' το παράθυρο. Τον περίμεν' εκεί από το ξημέρωμα του Θεού κάθε Παρασκευή. — Τίποτα, μάτια μου. Άμποτε να είχατε να σας το φέρω τρέχοντας. Δεν έχει, παιδί μου.

Άμα πατήσω το πόδι μου στη στερηά θα σας γράψω αμέσως. Να πήτε μόνο της Ουρανίτσας μου να μη στενοχωρεύεται και μου αρρωστήση. Ο καιρός περνάει γρήγορα. Πρώτα ο Θεός, μαζί με την Ουρανίτσα μου θα κάνουμε Λαμπρή και τούτη τη χρονιά. Μόνο να μη στενοχωρεύεται και μου αρρωστήση...» Ήρθε και η Λαμπρή μα δε φάνηκε ο Γιαννιός. Ούτε γράμμα ούτε τίποτε.

Την επαύριον, αφού εμίσεψεν ο Αγάλλος, ο κυρ Δημητράκης, όταν επήγεν, ως συνήθως, εις το Κιόσκι, εις το μέσον των προεστών, εστράφη προς τον παπά-Ζαχαρίαν τον Σακελλάριον και του είπε: — Σου δίνω, παπά, στην ανεψιά σου την Ουρανίτσα τον Λογιώτατον, επειδή ο Αγάλλος δεν ηθέλησε να μ' ακούση. — Καλά, κυρ Δημητράκη· ως επίτροπος της κόρης, σου λέγω ότι είνε δεκτόν.

Αμίλητη και λευκή σα φάντασμα, με το κεφάλι σκυμμένο, τον συντρόφεψε η Ουρανίτσα ως την αυλόπορτα, φέγγοντας του με το λυχνάρι, ανάμεσα στανθισμένα δένδρα. Βαστούσε το λυχνάρι ψηλά, σαν να ήθελε να κρύψη το πρόσωπό της μες στο σκοτάδι. — Αφίνομε υγεία! είπε ο Γιαννιός. Να μη στενοχωριέσαι. Απ' το πρώτο λιμάνι θα σας κάνω γράμμα. Και πάλε εδώ είμαστε...

Έπειτα σήκωσε την ποδιά της στα μάτια, πέρασε την αυλή ανάμεσ' από τα δένδρα και γύρισε στο σπίτι. Δεν είχε περάσει μια βδομάδα που άλλαξαν δαχτυλίδια. Ακόμα δεν τον είχε καλογνωρίσει τον αρραβωνιαστικό της, μα της φαινότανε πως τον γνώριζε χρόνια, τώρα που τον έχανε. «Αυτά έχουνε οι γυναίκες των θαλασσινών της το είχε ειπή η μάννα της. Και με όλα αυτά θαλασσινόν ήθελε η Ουρανίτσα.

Λέξη Της Ημέρας

συμπάθα·

Άλλοι Ψάχνουν