United States or Switzerland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Β’ ΜΟΥΣΙΚΟΣ Δεν παίζομεν τίποτε. Δεν είναι καιρός διά μουσικήν τώρα. ΠΕΤΡΟΣ Δεν παίζετε; ΟΙ ΜΟΥΣΙΚΟΙ Όχι. ΠΕΤΡΟΣ Τώρα να σας δώσω εγώ... Α’ ΜΟΥΣΙΚΟΣ Τι θα μας δώσης; ΠΕΤΡΟΣ Όχι χρήματα βέβαια! ξύλον θα σας δώσω. Β’ ΜΟΥΣΙΚΟΣ Σώπα, παληόδουλε. ΠΕΤΡΟΣ Κύτταξε να μη σου χώση το σπαθί του εις τα πλευ- ρά ο παληόδουλος. Κύτταξε να μη σου βαρέση το ίσον εις την ράχιν σου. Β’ ΜΟΥΣΙΚΟΣ Έλα έλα.

Τότε κρατούμενος από εκείνο το ξύλον επήγαινα όπου με έφερε το κύμα· επέρασα το επίλοιπον εκείνης της ημέρας, και την ερχομένην όλην νύκτα παλαίοντας με τα κύματα της θαλάσσης· απελπίσθηκα και καρτερούσα τον θάνατον, μη έχοντας πλέον ελπίδα σωτηρίας· όταν, προς την αυγήν βλέπω ότι ήμουν πλησίον εις ένα νησί και ένα κύμα αιφνίδιον με έρριψεν εις το περιγιάλι.

Αλλά διά να συκοφαντήσης τους ευεργέτας της πόλεως δύνασαι ίσως να κάμης ζήτημα και αν όχι με ξίφος, αλλά με λίθον ή ξύλον ή κατ' άλλον τρόπον εφόνευσα τύραννον.

Δεν λέγομεν, νομίζω, ότι υπάρχει κάποιον πράγμα το οποίον λέγεται ισότης; Δεν λέγω ξύλον οπού είναι ίσον με άλλο ξύλον, ούτε πέτραν ίσην με άλλην πέτραν, ούτε κανέν άλλο από τα τοιαύτα, αλλ' ανεξαρτήτως όλων τούτων έν άλλο πράγμα, την ιδίαν την ισότητα· θα παραδεχθώμεν ότι αυτή είναι κάτι, ή ότι δεν είναι τίποτε; Θα παραδεχθώμεν, μα τον Δία, ότι είναι κάτι, είπεν ο Σιμμίας, με απορίαν μας βέβαια.

Εδώ και εκεί είς λέων, αισθανόμενος εις την πλευράν του νυγμόν βέλους, έστρεφε με απότομον κίνημα το ρύγχος το ερρυτιδωμένον από λύσσαν, διά να αρπάση και κατασυντρίψη το ξύλον. Άλλοι οίμωζον εκ του πόνου. Τα μικρά κτήνη εν φοβερώ πανικώ διέτρεχον τυφλώς την κονίστραν ή εκτύπων τας κεφαλάς των κατά των κιγκλιδωμάτων.

Επί του πλακοστρώτου, εξ ου συνέκειτο η οδός, μέχρι των ορέων αντήχει ασθενώς μόνον το ξύλον των οδοιπορικών σανδάλων των δύο συνοδοιπόρων. Ο ήλιος ανέδυσεν όπισθεν οροσειράς τινος, και παράδοξον θέαμα έπληξε τους οφθαλμούς του αποστόλου. Του εφάνη ότι η ξανθή σφαίρα του ηλίου, αντί να υψωθή εις τους ουρανούς, είχε χαμηλώσει από του ύψους των ορέων και ηκολούθει την διεύθυνσιν της οδού.

Μετ' ολίγον ο ιερεύς εσηκώθη και όλοι τον εμιμήθησαν. Ήτο καιρός ν' απέλθουν. Η Πηγή είχεν ήδη ετοιμάσει «πάπυρον», τυλίξασα ύφασμα εις ξύλον και εμβαπτίσασα αυτό εις το έλαιον και αφού τον ήναψε τον προσέφερεν εις τον Σαϊτονικολήν, όστις ούτω προηγήθη φωτίζων τον δρόμον εις τους οικείους του. Ο Μανώλης ηκολούθει κλονούμενος και παραληρών εκ της μέθης.

Επροπορεύετο της πομπής, ενδοξότατον όλων των τροπαίων, το τίμιον ξύλον του Σταυρού, το οποίον παρέδωκεν ο Σιρόης εις τον Βασιλέα. Ο αυτοκράτωρ μετέβη εις τον ναόν της Αγίας Σοφίας. Ο λαός ηκολούθει μετά αναμμένων λαμπάδων, βαΐων, φοινίκων και κλάδων ελαίας και έψαλλε τον θριαμβευτικόν ύμνον του Προφήτου·

Αλλ' ο Σαϊτονικολής δεν τον αφήκε να τελειώση την φράσιν. Ανεπήδησεν εκμανής. Και αρπάσας χονδρόν ξύλον, ώρμησε κατ' αυτού. Αλλ' η Ρηγινιώ επρόλαβε και ετέθη ολοφυρόμενη μεταξύ αυτών· ριφθείσα δε εις τον τράχηλον του συζύγου, τον εξώρκιζε να μη του συνερίζεται. Ο δε Μανώλης, όστις είχεν εγερθή και προχωρήση προς την θύραν, είπε: — Δεν την παίρνω 'γώ τη μουστακάτη κι' ό,τι θες κάνε.

Βήξιμον γέροντος ήλθεν από τα πρόθυρα της οικίας, έπειτα εφάνη εισερχόμενον διά της θύρας μακρόν ξύλον και μετά μίαν στιγμήν ενεφανίσθη και η φέσα του Θωμά, ήτις είχε χάσει ολίγον την ακαμψίαν της εκ της προστριβής εις το ξύλον. Συγχρόνως ηκούσθη η φωνή του γέροντος καλούντος την θυγατέρα του: — Μωρή Πηγιό, έλα να μου βουηθήξης.