United States or Isle of Man ? Vote for the TOP Country of the Week !


Προς την σύζυγόν του δε ιδιαιτέρως έλεγεν ότι έτσι θα περνούσε ο καιρός μέχρι της Λαμπρής και τότε μ' ένα λόγο θα γινόταν αρνί ο Μανωλιός. Έπειτα τι μπορούσαν και να του κάμουν; Να τον δέσουν; Δεν ήτο βώδι ή άλογο. — Αυτός δε δένεται. Και μ' αλυσίδες να τόνε δέσης θα τσι σπάση. Ας τον αφήσωμε να ξεθυμάνη η κουζουλάδα του. Ας δείρη κι' ας τόνε δείρουνε.

Ώστε κ’ αυτή να αισθανθή τι σπαραγμός και πόνος είναι τ' αχάριστον παιδί· πώς την καρδιάν ξεσχίζει από το δόντι του φιδιού πλέον σκληρά... Να φύγω! ΔΟΥΞ ΑΛΒ. Μα τους θεούς που προσκυνώ, τι έπαθε; Ειπέ μου! ΓΟΝΕΡ. Εις μάτην βασανίζεσαι την αφορμήν να μάθης. Ας ξεθυμάνη ως εκεί 'που ημπορεί να 'πάγη το ξαναμώραμά του. Πώς! Διά μιας πενήντα από τους ακολούθους μου, — εις δύο εβδομάδας;

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΔΩΦ Εκεί, με του Θεού την χάριν, όπου δεν φθάνετε ποτέ, εσύ κ' οι όμοιοί σου, Α’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ Είναι προδότης! Ο ΥΙΟΣ Ψεύδεσαι, βρωμο-αναμαλλιάρη! Α’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ Εσύ, προδότου γέννημα! Ο ΥΙΟΣ Μ' εσκότωσε, μητέρα! Ω! φύγε συ! ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΔΩΦ Βοήθεια! Εν Αγγλία. Έμπροσθεν του βασιλικού ανακτόρου. ΜΑΛΚΟΛΜ Ω! έλα να καθίσωμεν παράμερατον ίσκιο, κι' ας ξεθυμάνη εις δάκρυα η πίκρα της καρδιάς μας.

Η θεια μου σκέφθηκε λίγο κέπειτα είπε: — Δε θα παντρευτή μπλειο αυτή η κοπελιά; Αργεί να παντρευτή και πρέπει πως απού τη λαχτάρα τση παντριγιάς τσ' έρχεται σαν κουζουλάδα. — Και στο παιδί μου μένα θα ξεθυμάνη η κουζουλάδα τση; — Η πυρωμάδα τση, άλλαξε τη λέξη η θεια μου και χαμήλωσε τη φωνή της. Δεν άκουσα τη συνέχεια της ομιλίας, γιατ' η μάνα μου μ' έδιωξε.

Το αίμα της ηρωικής τους της εποχής σ' εφτά δεκαριές χρόνια δεν μπορούσε να ξεθυμάνη. Τέτοιο αίμα εύκολα δεν αφανίζεται μέσα σ' ένα καφκί φράγκικο τσάι, μήτε σ' ένα ποτήρι δασκαλήσιο νερό. Το έθνος έχει ακόμα μεγάλη δουλειά να κάμη, κ' έχει τη δύναμη να την κάμη. Το νοιώθει μες στην καρδιά του πως του χρειάζεται γης και θάλασσα να ξαπλώση τη δύναμή του και τη ζωή του.

Λες πως έχει μέσα του φωτιά και θέλει να ξεσπάση, σαν το πυρωμένο το βουνό, που το τρώει και το δαιμονίζει μια φλόγα, ώςπου η φλόγα να βγη όξω, να χυθή, γιατί πρέπει να ξεθυμάνη, γιατί κι ο απελπισμένος άλλη ελπίδα δεν έχει να γλυτώση, παρά να σπείρη όλεθρο και χαμό, αφού στο βόθρο της ψυχής του θρέφει την κόλαση που θα τον πνίξη.

Γιατί να μην είνε κι' αυτός άξιος; δεν ήβλεπένε πώς ξέρει και ζη ο κόσμος; Και τον εγρίνιαζε, τον εμουρμούριζε αδιάκοπα! Εκείνος όμως εκατάπινε με υπομονή και χωρίς να δείχνη τη δυσαρέσκεια και την πίκρα που εδοκίμαζε. Υπόφερε πολύ ο φτωχός και μάλιστα που δεν εννοούσε να μιλήση, να ξεθυμάνη.

Ο Σουλτάνος εστοχάσθη με δίκαιον τρόπον, ότι με την ιδίαν δύναμιν, που αρπάχθη η θυγατέρα του, αρπάχθη και ο Χασάν από τον θάνατον, διά το οποίον αγρίεψε πολλά περισσότερον από το πρώτον και ευθύς επρόσταξεν ότι να υπάγουν να πιάσουν τους ανθρώπους του απεσταλμένου να τους θανατώσουν, διά να ξεθυμάνη την οργήν του.

Μούτον ανυπόφορο να βλέπω έτσι κείνη που μεγέννησε καισθανόμουν ντροπή μαζή και θλίψη νανακαλύπτω ότι κείνη, που της έδιδα την καλωσύνη της Παναγίας, ήτο τόσο άδικη και σκληρή για μια κοπελιά, σαν το Βαγγελιό. Η λύπη κη αγανάχτησή μου ξεθύμανε, όσο μπορούσε να ξεθυμάνη, σένα γράμμα από κείνα που δε θα πήγαιναν.