Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 21 Ιουνίου 2025


Θυμόσαστε ακόμη την ημέρα που σας έδωκα το Χουσδάν, το καλό μου το σκυλλί; 'Α! αυτός μ' αγάπησε πάντοτε, και προς χάρι μου θα την άφηνε την Ιζόλδη την Ξανθή. Πού είναι; Τι τον κάματε; Αυτός τουλάχιστον θα με ανεγνώριζε. — Θα σας ανεγνώριζε; Λέτε μια τρέλλα.

Βοσκούλα μαυρομάτα μου της ερημιάς νεράιδα, Μάγισσα της σπηλιάς ξανθή και του βουνού καμάρι, Γιατί ανεβαίνεις τον γκρεμό και το στεφάνι απάνου Και κόβεις μήλα αφ' τη μηλιά, την παραφορτωμένη Και καρτεράςτο διάσελο, το μονοπάτι πιάνεις, Με το κοπάδι να διαβώ να με πετροβολήσης, Να μου προγγάς τα πρόβατα, να μου σκορπάς τα γίδια, Και να γελάς, να χαίρεσαι; Κατέβα εδώ, 'ς εμένα.

Αυτή που κοντά σου ευχαριστιότανε με τα πλούσια υφάσματα, με τα λευκά γουναρικά, με τα στολίδια, με της μαρμάρινες σάλλες, τα καλά κρασιά, της τιμές και της χαρές, α! όταν θα δη την αυλή των λεπρών σου, όταν θ' αναγκασθή να μπη στης χαμηλές μας τρώγλες και να κοιμηθή μαζύ μας, τότε η Ιζόλδη η Ωραία, η Ξανθή, θ' αναγνωρίση την αμαρτία της, και θα πεθυμήση χίλιες φορές αυτήν την ωραία φωτιά των αγκαθιών

Αλλά το διαλυμένο δηλητήριο που βγήκε από την γλώσσα του τέρατος άναψε απάνου στο σώμα του, και ο αντρείος έπεσε λιποθυμισμένος στα ψηλά χορτάρια που ήσαν γύρω από τον βάλτο. Λοιπόν μάθετε, ότι ο φυγάς με τα σηκωμένα κόκκινα μαλλιά ήταν ο Αγκυγκεράν ο Ρούσσος, αυλάρχης του Βασιλέα της Ιρλανδίας, κι' ότι γύρευε την Ιζόλδη την Ξανθή.

Την νέαν εκείνην μόλις είδα, μόλις ήκουσα την ασθενή φωνήν της, δεν γνωρίζω το όνομά της, αλλ' ούτε καν την πατρίδα της, επί ώρας μόνον τινάς η παρουσία της επεσκίασε την ψυχήν μου, και όμως ποτέ δεν την ελησμόνησα, ούτε ποτέ θα την λησμονήσω! Ήτο ξανθή, πολύ ξανθή. Εφαίνετο εκ πρώτης όψεως ότι ήτο γέννημα της Άρκτου.

Ζάβωσε πολλούς ως τώρα κι' άλλους, τι και το Δία λώλανε μια μέρα πούναι απ' όλους 95 λεν πρώτος, άντρες και θεούς· μα να η Λωλιά κι' εκείνον τον γέλασε με πονηριές, και θηλυκό όντας πλάσμα, τη μέρα πούταν η ξανθή Αλκμήνη να γεννήσει το θεριοσκοτωστή Ηρακλή στη στεριοπύργω Φήβα.

Επί του πλακοστρώτου, εξ ου συνέκειτο η οδός, μέχρι των ορέων αντήχει ασθενώς μόνον το ξύλον των οδοιπορικών σανδάλων των δύο συνοδοιπόρων. Ο ήλιος ανέδυσεν όπισθεν οροσειράς τινος, και παράδοξον θέαμα έπληξε τους οφθαλμούς του αποστόλου. Του εφάνη ότι η ξανθή σφαίρα του ηλίου, αντί να υψωθή εις τους ουρανούς, είχε χαμηλώσει από του ύψους των ορέων και ηκολούθει την διεύθυνσιν της οδού.

Ο Τριστάνσς γύρισε στη Βρεττάνη, στα Κάρχαιξ, κι' όλοι τον υποδέχτηκαν: ο Δούκας Χοέλ, κι' η γυναίκα του η Ιζόλδη με τα Λευκά χέρια. Αλλά η Ιζόλδη η Ξανθή τον είχε διώξει. Τι άξιζε πεια γι' αυτόν όλος ο άλλος κόσμος; Πολύν καιρό έλυωσε μακρυά της. Έπειτα μια μέρα, σκέφτηκε ότι έπρεπε να την ξαναϊδή, έστω κι' αν έβανε πάλι τους βαλέδες της να τον χτυπήσουν.

Την άλλη μέρα, η Ιζόλδη η Ξανθή του ετοίμασε μπάνιο και απαλά άλειψε το σώμα του με ένα φίλτρο που είχε φτιάσει η μητέρα της.

Η δε μήτηρ αυτής εκαλείτο Γιούθα, ήτο ξανθή και έβοσκε τας χήνας Σάξωνος βαρώνου. Ούτος καταβάς την παραμονήν συμποσίου ίνα εκλέξη την παχυτέραν, ωρέχθη και της ποιμενίδος, ην από του ορνιθώνος μετέφερεν εις τον κοιτώνα.

Λέξη Της Ημέρας

προστρέχανε

Άλλοι Ψάχνουν