Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025
Αλλ' η αγωνία της ψυχής μου ερμηνεύθη διά μιας κραυγής απελπισίας. Ένοιωσα ότι ετρίκλιζα παρά το χείλος του φρέατος. Απέστρεψα τα μάτια μου! Αίφνης ήκουσα αναμίκτους κραυγάς ανθρώπων, ισχυρά σαλπίσματα σαλπίγγων. Ένα βραχνό μούγκρισμα σαν από απειρίαν κεραυνών. Τα πύρινα τείχη ωπισθοδρόμησαν αμέσως.
Κάθε μέρα γινόταν πιο αδύνατη, πιο μυτερή στο πρόσωπο. Κάθε φορά που ήθελ' ανεβή τα λίγα πέτρινα σκαλοπάτια απ' την κουζίνα, που ήτονε στο υπόγειο, ως τη χωματένια την αυλή, σταματούσε κι ακκουμπούσε και τα δυο της τα χέρια στα γόνατα, για να πάρη ανάσα· η μύτη της κέρωνε και τα ρουθούνιά της ανοιγοκλείνανε σαν τις φτερούγες μιας άσπρης πεταλούδας.
Κι ανάμεσα στης ανεμοζάλης τα μουγγρίσματα, ταχτικό κι επίμονο αντηχούσε τόση ώρα τόρα από τα κεραμίδια της στέγης το ρέκασμα μιας κουκουβάγιας περιχύνοντας τα νεύρα από ανατριχίλα κρύα και παράξενη, τη ψυχή από θλίψη και λαχτάρα. Παράξενο ξύπνημα. Και είχαν αποκοιμηθή με τόση γαλήνη, με τόση ξαστεριά.
— Φωνάζουμε κ' εμείς : Ζήτω οι ξυπόλητοι; — Όχι να φωνάξουμε καλλίτερα : Ζήτω οι ξ'σκιζάνιδες! Και διά μιας εφώναξαν όλοι με καθαράν καί διάτορον φωνήν· — Ζήτω οι ξ'σκιζάνιδες! — Σουτ, βρε! έκραξε προς τους παίδας ο Λάμπρος ο Βατούλας· και συγχρόνως αποταθείς προς τους άνδρας, εξηγών ως ειρωνείαν τάχα την κραυγήν, είπε· — Καλά τους εκορόιδεψαν οι δίαυλοι.
Κ' εκεί που ο δύστυχος μοιρολογούσε Με μιας αυτιάζεται... κ' ένα σκυλί Μακρά του φάνηκε σαν κι' αλυχτούσε, Κούφια σαν κι' άκουσε ποδοβολή. Τα δέντρα εσείστηκαν, τα χαμοκλάδια, Σκιασμένα επρόβαιναν συχνά συχνά Πλατώνια, αγριόπουλα, λαγοί, ζαρκάδια... Μην επαγάνιζεν η Λιαπουριά;... Σκύφτει, ακουρμαίνεται... σιμόν' η αντάρα... Τούβραν το πάτημα 'ς το χιόνι οι εχθροί.
Αλλά τόρα; όστις είναι δεινός να συμβουλεύη ένα άνδρα βασιλεύοντα μιας χώρας, ενώ ο ίδιος είναι ιδιώτης, άραγε δεν θα ειπούμεν ότι κατέχει αυτός την επιστήμην, την οποίαν έπρεπε να κατέχη αυτός ο ίδιος ο άρχων; Νέος Σωκράτης. Θα το ειπούμεν. Ξένος. Και λοιπόν άραγε δεν είναι βασιλική η τέχνη του αληθινού βασιλέως; Νέος Σωκράτης. Μάλιστα. Ξένος.
ΕΡΝΕΣΤΟΣ. — Γιατί το καλύτερο που έχει να μας δώση δεν είναι παρά ένας αντίλαλος μιας πλούσιας μουσικής ή θολή σκιά μιας φόρμας με καθαρό διάγραμμα.
Τότε ο Χόντζας όλος γεμάτος από αγαλλίασιν έβγαλε μίαν σακκούλαν, εις την οποίαν είχε τας δύο χιλιάδες φλωριά, και της λέγει· ιδού, ω τριαντάφυλλον του παραδείσου, τα όσα σου έταξα, το οποίον είνε το ουδέν εις αντάμειψιν μιας τέτοιας ευτυχίας μου.
Και τούτο φαίνεται ότι ήρεσκεν εις τον καπνιστήν, διότι, όταν ήκουσε την φωνήν της θυγατρός του, πριν αποστρέψη από του άκρου του σιγάρου τους οφθαλμούς, έλαβεν αυτό μετά μεγάλης προσοχής διά της μιας χειρός, και το εκράτησεν ούτως, ώστε να κωλύση την κατάπτωσιν της τέφρας εκείνης.
Θέλεις, ξανθή μου και θεσπεσία Ευνίκη, να πάμε εις την Πάφον της Κύπρου διά να προσφέρωμεν θυσίας εις την Παφίαν Αφροδίτην; Πρέπει να ηξεύρης πώς ό,τι επιθυμείς θα γίνεται αμέσως. — Είμαι δούλη σου, υπέλαβεν η Ευνίκη. — Τότε είμαι δούλος μιας δούλης, απεκρίθη ο Πετρώνιος. Έπειτα απευθυνθείς προς τον Βινίκιον: — Ελθέ μαζί μας εις την Κύπρον και άφησε κατά μέρος τους Χριστιανούς.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν