Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 15 Μαΐου 2025
Γυναίκες, κατελθούσαι από της ελικοειδούς ατραπού του βράχου, και νεάνιδες και παιδία με φλυαρίαν ατελείωτον προσεπάθουν να μετακομίσωσι τους σάκκους. Ο τελωνοφύλαξ, ως ιέραξ κεκρυμμένος εις το ύψος του καθήκοντός του, ητοιμάζετο με τους γαμψούς όνυχάς του να επιπέση κατά της αθώας λείας, ότε την ορμήν του ψυχραίνει γραία τις, φωνάζουσα μετά δακρύων σχεδόν.
Επειδή δε η βασίλισσα τού εξέφρασε την ιδέαν να βαφή, ο Ουμβέρτος διέταξε και έβαψαν μαύρα τα δύο κατάλευκα σκυλάκια, τα οποία η Μαργαρίτα, υπεραγαπά και της τα έστειλε με την ερώτησιν: — Σου αρέσουν έτσι καλλίτερα;
Όταν ενθυμώμεθά τι, αλλά δεν έχομεν συνείδησιν τούτου και ομοιάζομεν προς τον ονειρώττοντα, όστις δεν συναισθάνεται, ότι ονειρώττει. Διότι η μνήμη είναι προτέρα της αναμνήσεως. Όπως ο συλλογιζόμενος συνδέει πρότασιν με πρότασιν, ούτω και ο αναμιμνησκόμενος συνδέει τα μικρότερα με τα μεγαλείτερα
Δεν ωφέλησε πως η μαμά τον παρακάλεσε να μην τονέ νοιάζη τι λέγανε τα μεγάλα αδέρφια. Δεν ωφέλησε ακόμα πως τον παρακάλεσε ναφήση τα μαλλιά του για χάρη της μαμάς, που ταγαπούσε τόσο. Ο Σβεν επίμενε πως πρέπει να τα κόψουν. — Δε θέλω να φαίνουμαι σαν κορίτσι, έλεγε. Η μαμά λυπότανε και με την ιδέα μόνο πως μπορούσε κανείς ναγγίξη τα ωραία μαλλιά.
Σε είδα να καλύπτης με φιλιά τους ώμους της Ευνίκης και εσκέφθην ότι εάν η Λίγεια μου είχεν αποκαλύψει ομοίως τους ώμους της, θα εθυσίαζα την ζωήν μου. Αλλ' εις την ιδέαν ταύτην κατελήφθην υπό τινος φόβου, ως να προσέβαλλα ή ως να ήθελα να μολύνω μίαν θεότητα . . . Η Λίγεια δεν είνε Ευνίκη. Αλλ' εγώ εννοώ την διαφοράν των άλλως ή όπως συ.
— Ωχ, λυπήσου με! είπε φρικιών υπό το βλέμμα του ζωεμπόρου· σώνει πια, λυπήσου με!. . — Τι θέλεις; ηρώτησεν ούτος, νομίσας ότι ο άρρωστος παρεμίλει εκ του πυρετού. — Σώσε με, λύσε με από τον αφορεσμό!. . . Τα χρήματά σου, εγώ τα βρήκα τα χρήματά σου. . . — Εσύ 'σαι ο Νουλάς! — Εγώ — ναί. Και ο Δημήτρης διηγήθη εις τον ζωέμπορον πώς έτυχε ν' ανεύρη τα χρήματά του και πώς τα διέθεσε.
Ήθελε να πειράξη τον πατά, «που ήσαν φίλοι κι' αδελφοί», είπε — θυσία να γίνη ο ένας για τον άλλον — μα δεν συμφωνούσαν πάντα στις ιδέες τους. — Εκεί στη Φραγκιά που θα πας, να μου χαιρετάς τους αβάφτιστους. Ό,τι και να μου πης, το κεφάλι μου δεν αλλάζει. Άνθρωπος που δεν βαφτίστηκε με τους κανόνας της Ορθοδοξίας, δεν θάβρη έλεος, «εν ημέρα κρίσεως». — Δεν ταφίνεις αυτά, ευλογημένε, είπε ο παπάς.
Οι παλαιότεροι, μια φορά σύντροφοι και φίλοι, αξίωναν να μου λέγουν κάποτε με ανάμπαιγμα: — Εσύ Γιάννη την έδεσες για καλά τη μπαρούμα σου. Ουδ' άνεμο ουδέ θάλασσα φοβάσαι πια. Άραξες. Και είχαν τέτοια έκφρασι στα μάτια που εδιάβαζα τον οίκτο τους: Πάει πέθανες, δεν ζης πια στον κόσμο! Κ' έφευγα πάλι στο ακρογιάλι να ειπώ τη θλίψι μου στα κύματα.
Και όμως, είμαι της Ανατολής το διαλεχτό μαργαριτάρι κι' έχω εδώ στο στήθος μου ένα ζευγάρι καρπών, να σου δροσίζουνε όταν διψάς το στόμα, και λες με γάλα κι' από μέλι ζυμωμένο είνε μου το σώμα. Η Κλεοπάτρα της Αιγύπτου μια βασίλισσα από ράτσα, δεν είχε καθώς τα δικά μου χέρια και τα μπράτσα.
Τα κάλλη όμως που πρέπει να τανιστορή ο νους και πάντα να τα λατρεύη εδώ απάνω, είναι τα κάλλη της &Αρετής&, που σα δίδυμο αστέρι έλαμπε τότες μαζί με τη &Τέχνη& σ' αυτό το στερέωμα, και το πλημμύριζε δόξα. &Αρετή& έλεγαν τότες την παλικαριά και τη λεβεντιά. Στιγμή δεν περνούσε που να μην πατάη σ' αυτό το χώμα το βασιλικό της το πόδι.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν