United States or Belarus ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε ο ξανθός Μενέλαος απάντησεν εκείνου• «Ω Θε μου, αλήθεια σπίτι μου υιός ανθρώπου φίλου ήλθε, 'που τόσο εβάσταξε για με πολλούς αγώναις! 170 κ' είπα ότι θα τον φίλευα έξοχ' από τους άλλους Αργείους, αν ο Βροντητής να γύρουμε είχε δώσει και οι δυο, το πέλαο σχίζοντας με τα γοργά καράβια. και πόλιν θα του έκαμνα και σπίτι μέσα 'ς τ' Άργος, απ' την Ιθάκη παίρνοντας αυτόν και υπάρχοντά του, 175 με τον υιό και τον λαόν όλο, κ' ήθελα πόλιν ξεκάμει απ' όσαις γύρωθε μού είναι υποταγμέναις• και όντας εδώ θα εσμίγαμε συχνά, και τίποτ' άλλο εις την φιλιά και εις ταις χαραίς δεν θα μας ξεχωρούσε, ειμή το μαύρο σύγνεφο της ώρας του θανάτου. 180 αλλ' ήταν δα μελλάμενο θεός να τα φθονέση, 'που εκείνου μόνου τ' άμοιρου τον γυρισμόν επήρε».

ΜΕΝΕΛΑΟΣ Έρχομαι, αφού ανεκάλυψα το παιδί σου, το οποίον κρυφά από την θυγατέρα μου έστειλες εις άλλο σπίτι. Επίστευες ότι εσέ μεν θα σώση αυτή η θεά, το παιδί σου δε εκείνοι που το έκρυψαν. Αλλ' απεδείχθης ολιγώτερον έξυπνη από τον Μενέλαον. Αν δεν φύγης από αυτόν τον τόπον, θα φονεύσωμεν αυτό αντί σου.

Επειδή δε και σε αγαπώ και τον άνδρα σου, όταν εζούσε, έρχομαι να σου φέρω νέα, με φόβον μεν μήπως με ακούση κανείς από τους κυρίους, αλλά και με λύπην προς σε. Διότι φαίνεται ότι τρομερά σκέπτεται εναντίον σου και εναντίον του παιδιού σου ο Μενέλαος, και πρέπει να φυλαχθής.

ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Φρονίμως μετά σου συμπράττων αλλ' όχι και συμπαραλογιζόμενος. ΜΕΝΕΛΑΟΣ Οι αληθείς φίλοι συμπονούσιν εις τας συμφοράς των φίλων των. ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Ζήτει παρ' εμού δικαίως ό,τι θέλεις, αλλά μη με λυπείς παραλόγως. ΜΕΝΕΛΑΟΣ Δεν εννοείς λοιπόν ότι ο πόνος μου είναι πόνος όλων των Ελλήνων ; ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Εκ θείας, ως φαίνεται, οργής νόσος φρενών κατέχει και σε και όλην την Ελλάδα.

Αλλ' ας αφήσωμεν τον Όμηρον και τα Κύπρια έπη. Όταν ηρώτησα τους ιερείς εάν όσα λέγουσιν οι Έλληνες ότι συνέβησαν εις την Τρωάδα ήναι ψευδή ή αληθή, ιδού τι με απεκρίθησαν βεβαιούντες ότι τα είπεν εις αυτούς ο Μενέλαος.

Και ο μαχητής Μενέλαος, άμ' άκουσε τον λόγο, την σύντροφο παράγγειλεν ευθύς και ταις γυναίκαις, απ' όσα ευρίσκοντ' άφθονα τραπέζι να ετοιμάσουν, και ο Βοηθοίδης έφθασεν Ετεωνέας μόλις 95 εγέρθη, ότι όχι μακράν του Ατρείδη εκατοικούσε. και ο μαχητής Μενέλαος του 'πε φωτιά ν' ανάψη, και κρέατα να ψήση ευθύς• και υπάκουσεν εκείνος. ς τον μυροβόλον θάλαμον κατέβη ωστόσ' ο Ατρείδης, κ' η Ελέν' ήταν κατόπι του και ο υιός του Μεγαπένθης. 100 και ότ' ήλθαν οπού οι θησαυροί εμέναν φυλαμμένοι, ένα ποτήρι δίκουπον επήρ' ο Ατρείδης κ' είπε έναν κρατήρα ολάργυρον να φέρη ο Μεγαπένθης. η Ελένη τότ' εσίμωσε 'ς τ' αρμάρια της, 'που μέσα πέπλ' ήσαν ολοπλούμιστοι, τους είχε κάμει εκείνη. 105 έναν εσήκωσε απ' αυτούς η Ελένη, γυνή θεία, απ' όλους τον πλατύτερον κ' εξαίσια κεντημένον, που ωσάν αστέρας έλαμπε• και κάτω απ' όλους ήταν. κ' έφθασαντον Τηλέμαχον αφού διαβήκαν όλα τα δώματα• τότε ο ξανθός Μενέλαος είπ' εκείνου• 110 «Να δώση ο Δίας, σύζυγος βαρύκτυπος της Ήρας, Τηλέμαχ', ως επιθυμείς, να φθάσηςτην πατρίδα. και απ' όσ' έχωτο σπίτι μου θησαυρισμένα δώρα, πανεύμορφο πολύτιμο θα σου φιλοδωρήσω• κρατήρα κολοκάμωτον θε να σου δώσ', όπ' όλος 115 είν' αργυρός, κ' επάνωθε με χρυσωμένα χείλη, έργον του Ηφαίστου• ο Φαίδιμος ήρωας, των Σιδονίων ο βασιληάς, μου το 'δωκε, 'ς την σκέπη του ότ' ευρέθην διαβάτηςτην επιστροφή• και συ να το' χης θέλω».