United States or Azerbaijan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Φαίδρος Ποίον είναι αυτό που λέγεις; Σωκράτης Είναι κάπως αντίθετοι· ο μεν είς δηλαδή έλεγεν ότι πρέπει να χαρίζεται τις εις τον ερώντα ο δε άλλος ότι δεν πρέπει. Σωκράτης Ενόμιζα ότι θα έλεγες την αλήθειαν, εάν έλεγες μανικώς· εκείνο μεν λοιπόν το οποίον εζήτουν είναι αυτό τούτο· διότι μανία τις είπομεν ότι είναι ο έρως. Αληθώς; Φαίδρος Ναι.

Εις το διάστημα οπού έλειψεν η Μανιά, επί δέκα λεπτά, ο αποφασιστικός νέος περιειργάσθη με βαθείαν προσοχήν το αντικρυνόν παράθυρον, διαγωνίως κείμενον, καθότι αι δύο οικίαι έσμιγον καθ' οξείαν γωνίαν. Αλλ' όμως ήτο κλειστόν. Εσχεδίασε πώς ήτο δυνατόν ν' ανοίξη. Διά βίας, ή διά δόλου.

Έπειτα επήρε τη Ζωή στην υπηρεσία της και μεταχειριζομένη μερικές εξωτερικές φόρμες της ζωής έπλασε ένα τέλειο νέο είδος όντων, που οι λύπες τους ήταν φοβερώτερες από τη λύπη που ποτέ αισθάνθηκε ο άνθρωπος, και οι χαρές τους δυνατώτερες από τη χαρά του εραστού, που είχαν τη μανία των Τιτάνων και τη γαλήνη των Θεών, τερατώδεις και θαυμαστές αμαρτίες, τερατώδεις και θαυμαστές αρετές.

Είχε ένα ακατάπαυστο μίσος για μένα και δεν έχανε ευκαιρία να το δείχνει. Τώρα που με είχε στο έλεός του, ήξερα ότι δεν θα έδειχνε οίκτο, και βέβαια είχα δίκιο. Τρελός από θρίαμβο και μανία, ήρθε στην φυλακή μου και μου ξέσχισε το δεξί μου μάτι. Έτσι το έχασα. Ο καταδιώκτης μου όμως δεν σταμάτησε εκεί.

Κ' έτσι τα παιδιά, που κατοικούσαν εδώ, έπρεπε να γκρεμίσουν τα σπίτια τους και να φέρουν τα υλικά σ' άλλο νησί, όπου κάποιος πλούσιος συγκινήθηκε και τους έδωσε τόπο να χτίσουνε νέα σπίτια. Μα όταν είχε φορτωθεί κ' η τελευταία βάρκα κ' είταν έτοιμη να φύγη, έπιασε και το νέον η μανία και με το δικαίωμα, που είχε κι αυτός, άρπαξε το πελέκι.

Το βέβαιον όμως είνε, ότι η μανία των διασκεδάσεων, των εσπερίδων και των χορών δεν εξεθύμανεν ακόμη, μ' όλον το δυσάρεστον douche, το οποίον έρριψε κατά των κεφαλών μας ο ανεκδιήγητος χειμών της παρελθούσης εβδομάδος.

Ακάλυπτος τώρα κ' ενθουσιασμένος ευρίσκει ότι έχομεν τεσσάρων ειδών μανίας και ότι εκ τούτων η ερωτική μανία δίδει ευτυχίαν εις την ψυχήν. Αλλ' η ψυχή μας αυτή, η αθάνατος και αγέννητος, ποία έχει ουσίαν, πόθεν ήλθε, πού πηγαίνει, τι αισθάνεται; Απαντών εις αυτά ο Σωκράτης αρχίζει τον περί ψυχής μύθον του.

Η Μανιά εξύπνησε την γειτόνισσάν της πρόωρα, με επικλήσεις και φωνάς πόνου. Εκείνη εξύπνησε, την ελυπήθη, και ήνοιξε το παράθυρόν της. Η γραία της εζήτησε με κομμένην φωνήν «ένα κόμπο ρακί» να βάλη στο στόμα της, διά «να πιασθή η ψυχή της», επειδή της είχε «λυθή ο αφαλός της» από ένα «σφάχτην», δριμύν πόνον που την έπιασεν έξαφνα σ' όλα τα σωθικά της, από το «χουλιαράκι» της και κάτω.

Ήρχοντο στιγμαί πολλάκις μεγαλοπρεπείς εν τη μανία του υγρού στοιχείου, οπού καθώς διά του υελοφράκτου παραθύρου διεκρίνοντο τα φουσκωμένα εκείνα κύματα, με όλον τον αναιβοκαταιβαίνοντα σάλον του πελάγους, εφαίνετο ότι ολόκληρος ο ναΐσκος της Παναγίας της Λημνιάς εκεί επάνω εις την άκραν του βράχου οπού ήτοπαρασυρθείς υπό των κυμάτων, ως πλοίον απολέσαν τας αγκύρας του, εσαλεύετο επ' αυτών, βαίνον ταχέως προς τον καταποντισμόν.

Είδαμε στάλλο το κεφάλαιο με τι τρόπο έσμιξε το μονοθεϊσμό και την πολυθεΐα. Είδαμε τι μανία τον έπιασε με τους Ιεροφάντηδες και με τα Μυστήρια τους σαν κατέβηκε στην Αθήνα. Κατάντησε, και στη Γαλατία σαν πήγε, να φέρη επίτηδες Αρχιερέα της παλιάς θρησκείας να τονέ δασκαλέψη. Δέκα χρόνια σιγόβραζε μέσα του ο κρύφιος αυτός ο φανατισμός.