United States or Belgium ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μανία σκοτωμού κ' αιμάτου δίψα εκυρίευε καθένα που επλησίαζε σ' εκείνη τη σπηλιά, λέγεις και άχνιζε γύρω του Κάη ο αψύς θυμός, είτε την είχεν η Έρις οριστική κατοικία της. Οι ναύτες με τα στυλέτα θρήνο έκαναν· οι σκλάβοι που δεν είχαν στυλέτα, εσήκωναν τις βαρειές αλυσίδες και με την πρώτη άνοιγαν βαθύν τον τάφο του εχθρού τους.

Έξω αγέρας, κρύο και χιονόνερο, τα στοιχειά του χειμώνα χόρευαν με μανία, κι' η μάννα με το παιδί της κοιμώνταν παραστιάς σφιχταγκαλιασμένοι, σαν όταν ο Γεωργάκης είταν εφτά χρονών παιδάκι..

Ο Χίλων απεκρίθη: — Δεν δύναμαι, αυθέντα! Η μανία εκόχλαζεν εις την ψυχήν του Τιγγελίνου, αλλ' ούτος συνεκρατήθη ακόμη. — Είδες πώς αποθνήσκουν οι χριστιανοί; θέλεις να αποθάνης και συ όπως και εκείνοι; Ο γέρων ύψωσε προς στιγμήν το ωχρόν πρόσωπόν του· προς στιγμήν τα χείλη του εκινήθησαν εν σιωπή, έπειτα δε είπε: — Και εγώ πιστεύω εις τον Χριστόν! . . . Ο Τιγγελίνος τον παρετήρησεν εμβρόντητος.

Γελοία, καλέ Ξένε, είναι η προβαλλομένη εκλογή μας, και κυριολεκτικώς θα εγινόμεθα όμοιοι προς νομοθέτας, τους οποίους εκυρίευσε κάποια υπερβολική μανία πλέον διά να τελειώσουν την νομοθεσίαν, ως να μην είναι δυνατόν να την αναβάλλουν διά την αύριον.

Η δε μανία των επετάθη, όταν έμαθον ότι ο Καθηγητής είχε νυμφευθή εις τας Αθήνας μίαν φράγκισσαν, νέαν δυτικήν το δόγμα καταγομένην εκ Βαυαρίας. Η γραία ήρχισε να τον καταράται. Ο Αχαΐρευτος, χαΐρι και προκοπή να μην ιδή! Ηρ προήρ! καθάρια Τραμοντίνη! — Ο Τουρκανάκατος, που μυρίζει χασανιές! Το φραγκόπουλο! που τρώει της χελώνες. Έως εδώ είχον φθάσει αι γυναίκες αύται, μάνα και κόρη.

Μου είπε μάλιστα να φάω και να πέσω, γιατί θ' αργήση σαν πάντα... — Έβαλες κακό στο νου σου, κορίτσι μου; ρώτησε ο αστυνόμος. — Γιατί να βάλω; είπε η κοπέλλα. Ο μακαρίτης, και ζώντας η ψυχομάννα μου, έτσι το συνήθιζε πάντα. Έφευγε αποβραδύς για το ψάρεμα και γύριζε τα ξημερώματα. Ένας και δυο τάχα τον είχανε ιδεί, σταυροπόδι στο μώλο, ως τα ξημερώματα του Θεού; Του είχε κολλήσει μανία.

Τώρα ότε η μανία αύτη κατέλαβε τας γυναίκας, εκάστη ένωσις ή σύνδεσμος ή συνέδριον σκοπόν έχει «την επιδίωξιν της σκοπιμωτέρας εκπαιδεύσεως των θηλέων και την καταπολέμησιν της πολυτελείαςΑλλ' είνε πρώτον δυνατός αυτός ο πόλεμος; Το αστείον και το απραγματοποίητον της επαγγελίας αποδεικνύει το ότι ομιλούν κατά της πολυτελείας γυναίκες φορτωμέναι με πτερά και ανθοκήπια.

Διότι καλώς θα ελέγετο τούτο, εάν απεδεικνύετο ότι η μανία είναι εν γένει, κακόν τι, εν ώ τώρα βλέπομεν ότι τα μέγιστα των αγαθών γίνονται εις ημάς διά της μανίας, η οποία όμως διά θείας χορηγίας μας δίδεται.

Παιδιά ήσαν συμμαθηταί εις το σχολείον του Αλεξάνδρου του Δασκαλάκη, όπου εμάνθανον ομού τα κολλυβογράμματα, εκείνος δε ήτο ως δυο χρόνια πρεσβύτερος αυτού. Τώρα είχε τόσα χρόνια να τον ιδή, όσα είπεν η Μανιά, και σχεδόν τον είχε ξεχάσει. — Και την έχει αρραβωνιασμένην; Επανέλαβε κάπως ένθερμος ο Αγάλλος. — Εδώ και δέκα χρόνια. — Και βρίσκεται στο Μισήρι; — Σου είπα, στο Μισήρι.

Ο Αγάλλος εύρε πρόφασιν, και απεμακρύνθη δεκαπέντε βήματα από την συντροφιάν του, έφθασε δε εις πυκνήν λόχμην, δίπλα εις μικρόν ρυάκιον, το οποίον έσκαζεν επί του όχθου, εις τους πόδας του βράχου, κ' εκεί εκάθισεν εν ρεμβασμώ, τάχα διά να εύρη δροσιάν και πρόσκαιρον μοναξίαν. Η γρηά Μανιά, όπου ήξευρε καλώς τα μονοπάτια, επήγεν από άλλον δρομίσκον και τον εντάμωσε.