Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 12 Μαΐου 2025


Δεν με ενδιαφέρει πλέον τι δύναται να μου δώση η πόλις. Δεν θέλω πλέον ούτε γυναίκας, ούτε χρυσόν, ούτε οίνον, ούτε συμπόσια . . . θέλω την Λίγειαν και μόνον. Πετρώνιε, η ψυχή μου φέρεται προς εκείνην, όπως επί του μωσαϊκού του λουτρώνος σου, το όνειρον πετά προς την Παϊζιτέιαν· Νύκτα και ημέραν, την επιθυμώ. — Εάν είναι δούλη, αγόρασέ την. — Δεν είναι δούλη.

Ευχαριστώ, είπεν ο Βινίκιος και οι δύο συνομιληταί εχωρίσθησαν. Ο Βινίκιος μετέβη εις την βιβλιοθήκην και έγραψε προς την Λίγειαν. Έφερε μόνος του την επιστολήν προς τον χριστιανόν εκατόνταρχον. Ούτος εισήλθεν εις την φυλακήν και μετ' ολίγον ενεφανίζετο προ του Βινικίου. — Η Λίγεια, τω είπε, σε χαιρετά. Την απάντησιν θα σου την φέρω εντός της ημέρας.

Εν τω μεταξύ ετελείωσαν το παιγνίδιον της σφαίρας, και αφού περιεπάτησαν ολίγον, εκάθησαν επί τινος βάθρου παρά το μικρόν ιχθυοτροφείον. Αλλά μετ' ολίγον ηγέρθη το παιδίον διά να υπάγη προς αλιείαν. Και ο Βινίκιος ήρχισε συνδιάλεξιν με την Λίγειαν. — Ναι, έλεγε με χαμηλήν φωνήν και τρομώδη, μόλις είχον αποβάλει την παιδικήν εσθήτα, με έστειλαν εις τας λεγεώνας της Ασίας.

Εν τοσούτω εις το μέτωπόν του, υπεράνω των οφρύων, είχε τι το ολύμπιον, και αι οφρύς του αι συνεσπασμέναι τον εδείκνυον ως έχοντα συνείδησιν της παντοδυναμίας του. Αλλ' υπό το μέτωπόν του, μέτωπον ημιθέου, διεγράφετο πρόσωπον πιθήκου έμπλεων επιθυμιών και παθών, πρόσωπον μεθύσου και αιμοχαρούς ανισορρόπου. Εις την Λίγειαν εφάνη απαίσιος και φρικτός.

Αι επισκέψεις του αύται ήσαν προσφιλείς, διότι τότε ηδύνατο να ομιλή περί της Λιγείας. Ο Γλαύκος δεν ήξευρε πού εκείνη είχε καταφύγει, αλλ' εβεβαίωνε τον Βινίκιον ότι η μέριμνα των πρεσβυτέρων επέβλεπεν αυτήν. Μιαν ημέραν, συγκινηθείς από την λύπην του Βινικίου, τω είπεν ότι ο απόστολος Πέτρος είχε μεμφθή τον Κρίσπον, διότι ούτος επέπληξε την Λίγειαν διά τον επίγειον έρωτά της.

Ο Άουλος έθεσε τελευταίαν φοράν την χείρα επί της κεφαλής της κόρης και οι στρατιώται προπεμπόμενοι υπό των κραυγών του μικρού Αούλου, όστις ήθελε να υπερασπισθή την αδελφήν του και ηπείλει τον εκατόνταρχον με τας ασθενείς πυγμάς του, απήγαγον την Λίγειαν εις την οικίαν του Καίσαρος.

Εν τω μεταξύ η Πομπονία, οδηγήσασα την Λίγειαν εις τον Κοιτώνα, της έλεγε λόγους, οίτινες αντήχουν παραδόξως εις την οικίαν ταύτην, όπου ο Άουλος Πλαύτιος τακτικώς εις το ιερόν των Λαρήτων δεν έπαυε να προσφέρη θυσίας εις τους εφεστίους θεούς. «Ο καιρός της δοκιμασίας ήλθεν», έλεγεν η Πομπονία.

Έπειτα στραφείς προς τον Βινίκιον και δεικνύων αυτώ την Λίγειαν: — Λάβε την παιδίσκην ταύτην, την οποίαν ο Θεός σου προώρισε, και σώσε την. Ο Λίνος, όστις ασθενεί, και ο Ούρσος θα σας ακολουθήσουν. Αλλ' ο Βινίκιος, όστις είχεν αρχίσει να αγαπά τον Απόστολον με όλην την δύναμιν της ορμητικής ψυχής του, ανέκραξε: — Σου ορκίζομαι, διδάσκαλε, ότι δεν θα σε αφήσω εδώ διά να απολεσθής!

Αφού εξέδυσε την Λίγειαν δεν ηδυνήθη να συγκρατήση κραυγήν θαυμασμού εις την θέαν των μελών της των χαριεστάτων άμα και μεστών, των ζυμωμένων με γάλα και με ρόδα· έαρ απαράμιλλον εις τα βλέμματά της ηνοίγετο. — Λίγεια, ανέκραξεν, είσαι εκατοντάκις ωραιοτέρα της Ποππέας!

«Εάν ο Χίλων δεν κατώρθωσε να εύρη την Λίγειαν, ο λόγος είναι ότι υπάρχει ήδη αναρίθμητον πλήθος χριστιανών εν Ρώμη και επομένως δεν γνωρίζουσιν αλλήλους όλοι και δεν δύνανται να ηξεύρουν παν ό,τι γίνεται εις την κοινότητα. Αλλά με βεβαιοί ότι άμα φθάση μέχρι των ιερέων, τους οποίους καλούσι πρεσβυτέρους, θα κατορθώση να αποσπάση απ' αυτών όλα τα μυστικά.

Λέξη Της Ημέρας

παρακόρη

Άλλοι Ψάχνουν