Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 14 Ιουνίου 2025
Και ταύτα λέγων επίστευεν ενδομύχως ο Πλήθων, ότι μεγίστην και αμύθητον προυξένει ευτυχίαν εις την Αϊμάν. Αλλ' οι θεοί, τοσαύτα απονείμαντες αυτώ δωρήματα, εφείσθησαν του μαντικού χαρίσματος, και δεν κατέστησαν αυτόν οιωνοσκόπον. — Και ευθύς μετά τον γάμον, επανέλαβε, θα σοι δηγηθώ τέλος την ιστορίαν εκείνην, δι' ην τοσούτον ανυπομονείς.
— Είνε αληθέστατον, επέμενε λέγων ο αρχηγός. Την επώλησες, την επώλησες αντί εκατοντάδων τινών φλωρίων. Ομολογώ ότι εζήτησες ακριβά. Ηδύνασο να το κάμης και ευθηνότερα. — Αχ! γρου! έγρυξεν ο Πρωτόγυφτος, — Αλλ' είχες δίκαιον, επανέλαβεν ο αρχηγός. Δίκαιον είχες, διότι δεν είνε κόρη σου. — Ποιος το λέγει; εμορμύρισεν ο Πρωτόγυφτος. — Εγώ το λέγω, και το ειξεύρω. Δεν είνε κόρη σου, και την επώλησες.
Ο Λάμπρος εγόγγυζεν εκάστοτε λέγων ότι «δεν θα ταιριασθούν οι άνθρωποι με τόσα», ο δε Μανουήλος εμορμύριζεν εν σπουδή: «Κύτταξε να τους καταφέρης, δεν έχουμε πολλά λεπτά». Και ο Βατούλας ελάμβανε τα χρήματα κ' εκινείτο να εξέλθη.
Και αυτός ο γέρω-Μπούμπας, οπού ήλπιζε μια φορά τέλος πάντων, να ευρεθή τα Χριστούγεννα εις την πατρίδα του, απηλπισμένος και αυτός, με οργήν έσφιγγε μέσα εις τας σκληράς παλάμας του τους αφρούς, που του έρριπτον εις το στήθος του επάνω τα κύματα, αναθεματίζων αυτά και λέγων: — Δεν με ρίχνεται σαν τον Ιωνά ς' την θάλασσα, να μπονατσάρη!
Διατί δε καί τινες των νεαρών πολιτευομένων εν Ελλάδι, δι' ους φαίνεται ότι πληρούται, δευτέραν φοράν, εις βάρος μας η κατάρα, την οποίαν ο θεός κατηράσθη διά του προφήτου Ησαΐου τον Ισραήλ, λέγων: Και οι νεανίσκοι άρξουσιν υμών — διατί, λέγω, τόσον κακοζήλως, αν όχι και κακοπίστως, κραυγάζουσι κατά της πλουτοκρατίας; Τι τους κακοφαίνεται; qui veut la fin veut les moyens.
Συγχρόνως δε έβαλε τα δυνατά του να παραφορτώση την δικήν του την βάρκαν, με παραπολλά σίδερα, λέγων ότι η βάρκα αύτη σηκώνει περισσότερα, επειδή είνε καινούργια και γερή και καλοφτειασμένη. Εις τον πλουν πάλιν ο άνεμος εσφοδρύνθη κ' εφουρτουνιάσθησαν όλοι. Η βάρκα του Λούκα, ως πολύ βαρυφορτωμένη, ηναγκάσθη να κάμη σχεδόν γενικήν αβαρίαν.
—Αφήνω και την παπαδιά μου, εδώ, βλογημένε, επανέλαβεν ο παπά- Κυριάκος, αμηχανών τι να είπη· σας αφήνω την παπαδιά μου! Και λέγων έτρεχεν. Ο μπάρμπα-Μηλιός επανήλθε κατηφής εντός του ναού. —Καλά το έλεγα εγώ, εψιθύρισε. Μεγίστη απορία επεκράτει εν τω παρεκκλησίω. Οι χωρικοί εκύτταζον ερωτηματικώς αλλήλους. Ψιθυρισμοί ηκούοντο.
Τρέμων από τον θυμόν του, εκινείτο ως μανιώδης ικανήν ώραν χωρίς ν' αποφασίση τίποτε· τελευταίον διώρισε και εμάζωξαν την σκηνήν του διά να αναχωρήση· ανήγγειλε δε την φυγήν του και εις τους οικειοτέρους του διά να τον συνακολουθήσωσι, λέγων ότι δεν θέλει πλέον να διοική επίορκον και άπιστον στράτευμα.
Είχε παρακαλέσει προ πολλού ένα συνηλικιώτην του αρχαίον ναυτικόν, όστις είχε ρίψει όχι ολίγα τουφέκια υπό τον Καρατάσσον και πολλαίς κανονιαίς υπό τον Κριεζήν, και ήτο κάπως γνησιώτερος αγωνιστής από αυτόν, να τον απαλλάξη του ενός σταυρού του Σωτήρος, λέγων ότι, αφού κατά λάθος η κυβέρνησις τον ενθυμήθη δις, «ημπορούσε να τον φορή αυτός, και το ίδιον θα ήτο». Αλλ' ο παράξενος γέρων του απήντησεν ότι δεν εξαναμωράθη ακόμη και «δεν του αρέσουν τα λιλιά». Το βέβαιον είνε ότι, κατά τινα χύσιν παρασήμων γενομένην ου προ πολλού επ' ευκαιρία δεν ενθυμούμαι ποίας εορτής, η Κυβέρνησις έστειλεν εις τον κύριον Νιαουστέα τον αργυρούν σταυρόν του Σωτήρος, τον οποίον ο γέρων είχεν από του 188 . . . Αλλ' η πρώτη απονομή είχε λησμονηθή, μη τηρουμένων καταλόγων, ως φαίνεται.
Επειδή δε πολλοί από τους σωφρονούντας, ως να ανένηψαν από βαρείαν μέθην, ήρχισαν να εξεγείρωνται κατά του Αλεξάνδρου και μάλιστα οι οπαδοί του Επικούρου, οίτινες ήσαν πολλοί, και εις τας πόλεις απεκαλύπτετο ήδη όλη η απάτη και η πλοκή της κωμωδίας, ο προφήτης απήγγειλε κατηγορητήριον κατ' αυτών και καταδίκην, λέγων ότι ο Πόντος εγέμισεν από αθέους και Χριστιανούς, οίτινες αποτολμούν να βλασφημούν εναντίον αυτού ασεβέστατα, και παρήγγειλε να τους λιθοβολούν όσοι θέλουν να έχουν με το μέρος των τον θεόν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν