Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 20 Μαΐου 2025
Κι ο Δρύαντας, αφού σηκώθηκε και πρόσταξε να του παίξουνε βακχικό σκοπό, τους εχόρεψε χορό του τρύγου· κ' εφαινόταν πότε σαν να τρυγούσε, πότε σαν να κουβαλούσε κοφίνια, έπειτα σαν να επατούσε τα σταφύλια, κατόπι σαν να εγέμιζε τα πιθάρια και στο τέλος σαν να έπινε μούστο.
Αφτή μακριά απ' τις κονταριές το γιο της κουβαλούσε, και τις ορμήνιες δεν ξεχνάει ο γιος του Καπανέα, αφτές που του παράγγειλε ο φοβερός Διομήδης, 320 Μον τα μονόνυχά του ζα τα σταματάει αλάργα, όξω απ' τη μάχη, δένοντας τα γκέμια απ' το στεφάνι, κι' ορμάει και το καλότριχο ζεβγάρι του Αινεία πέρα τραβάει απ' των οχτρών στων Αχαιών το μέρος.
Είταν χαρούμενος ο χωρικός, η εσοδεία φέτο πήγαινε καλά, ο καιρός τη σιγουντάριζε πολύ, τ' αλώνι του γέμιζε από διαλεχτό πράμμα· λίγες μέρες ακόμα θ' αποτρυγούσαν, θα λιάζουνταν το πράμμα, θα το κουβαλούσε στην πόλη, θα το πωλούσε τέλος, θα ξέβγαινε απ' τα βάσανα. Και πόσα βάσανα!
Τότε ανάμεσα σ’ αυτή, στις Πιντόρ, στο κορίτσι και στις γυναίκες μέσα άρχισε η συνηθισμένη κουβέντα: όπως στο χωριό όλο το χρόνο μιλούσαν για το πανηγύρι, τώρα που βρίσκονταν στο πανηγύρι μιλούσαν για το χωριό. «Δεν καταλαβαίνω πώς αφήσατε μόνο το σπίτι κυρά Καλί, πώς το αφήσατε μόνο;», είπε ένα ψηλό κορίτσι που κουβαλούσε κάτω από την ποδιά ένα δοχείο με πηγμένο γάλα, δώρο του παπά στις κυρίες Πιντόρ. «Νατόλια, καρδούλα μου!
Φτάσαμε στο σπιτικό του, μούδειξε την κάμαρά μου, έβαλα μέσα τα λίγα μου πράματα που τα κουβαλούσε κατόπι μας ο Χαμάλης, με κατέβασ' έπειτα στην τραπεζαρία που είταν ώρα φαεί. Εκεί η κερά του, εκεί κ' η κόρη του, κορίτσι μελαχρινό και γαλανομάτικο, ως δεκάξη χρόνων κι αυτό.
Διόρθωνε κανένα τράφο, πούχε χαλάσει, λευτέρωνε δέντρα από παρακλάδια ή ξεράδια, καθάριζε το χωράφι από πέτρες ή ξεχόρτιζε και κουβαλούσε το βράδυ στο σπίτι χόρτα για τα ζώα του ή ξύλα.
Μετά νόμιζε ότι θα ήταν ελεύθερος, θα κουβαλούσε μόνο το δικό του φορτίο με υπομονή, μέχρι το θάνατό του. Το πρώτο βράδυ διανυκτέρευσε σ’ ένα οδικό φυλάκιο της κοιλάδας, αλλά δεν μπόρεσε να κοιμηθεί. Η νύχτα ήταν διαυγής και γλυκιά. Στον λευκό ουρανό πάνω από την κοιλάδα, που την έκλειναν στήλες από βράχια, κρεμόταν το φεγγάρι σαν χρυσή λάμπα από το θόλο ενός ναού.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν