Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 14 Μαΐου 2025
Υψηλότερον των λοιπών καθημένη, εκράτει επί των γονάτων αυτής ύπτιον κόσκινον, εφ' ου κύπτουσαι η Οθωμανίς και η μήτηρ μου, εφαίνοντο προσπαθούσαι να εννοήσωσι κάτι τι, μετά προφανούς εκπλήξεως και απορίας. Μετά μακράν σιωπήν: — Καθώς σε λέγω, είπεν η Αθιγγανίς μετά δογματικής εμφάσεως. Ο φονιάς είναι κοντά σας· γυρίζει τριγύρω σας· μην τον ζητάτε μακρυά.
Εκάθισε, δίπλα εις του Πουλιού τη Βρύσι, διά να ξαποστάση και πάρη τον ανασασμόν της. Σχεδόν είχε βεβαιωθή πλέον ότι οι δύο «νομάτοι» δεν είχαν κατορθώσει να διαβώσι το Μονοπάτι στο Κλήμα. Αλλά δεν ησθάνετο ασφάλειαν η δύστηνος, καθημένη εκεί. Όθεν, μετ' ολίγα λεπτά εσηκώθη, επήρε το καλάθι της, κ' έτρεξε τον κατήφορον. Τώρα πλέον επήγαινεν αποφασιστικώς εις τον Άι-Σώστην, εις το Ερημητήριον.
Στοχασθήτε αυτήν την βασίλισσαν, η οποία στέκει καθήμενη εις εκείνο το θρονί, ακολούθησεν ο Ορμώζ· είδετε σεις πράγμα πλέον ωραίον; δεν φαίνεται ότι η φύσις έλαβε την ευχαρίστησιν να δώση εις τον κόσμον ένα υποκείμενον τόσον ευγενικόν; αυτή είνε εκείνη η ποθεινοτάτη βασίλισσα, που μου προξενεί το βάσανον· αυτή είνε εκείνη που με κάνει δυστυχή.
Καθημένη παρά την θυρίδα του θαλάμου της, και πλανώσα ανήσυχον αορίστου προσδοκίας βλέμμα επί τον κυκλούντα το μέγαρον χλοερόν και κατάφυτων κήπων, ησθάνετο ότι κάτι ανέμενεν, αλλ' εφωβείτο να ομολογήσει ενδομύχως, ότι το κάτι εκείνο ήτο ο άγνωστος της νυκτός.
Αλλ' όμως η συνδιάλεξις αύτη μοι εφάνη αλλόκοτος και εκέντησε την περιέργειάν μου. Καθημένη επί τινος ξυλίνου σκίμποδος, με τας χείρας κατεσκεύαζον το ξαντόν, με τα ώτα δε ηκροώμην, και με τους οφθαλμούς έβλεπον εις την θύραν, δι' ης έμελλε να εισέλθη ο κατάσκοπος. Τέλος εισήλθεν ούτος.
Η μεγάλη κόρη, η εικοσαέτις, το Μυγδαλιώ, ενόησεν αμέσως τα τρέχοντα, και ήρχισε, παρά το πλευρόν της μητρός της καθημένη, πλησίον της εστίας, να ολολύζη ταπεινή τη φωνή εις το ους της μητρός της. — Πού θα πάτε, θα πω; Παλαβώσετε, θα πω; Με τέτοιον καιρό!... Να πάτε στο Κάστρο! Ωχ! καϋμένη... Τι να γείνω; Η νεωτέρα κόρη, η δεκαεξαέτις, το Βασώ, αρχίσασα και αυτή να εννοή, υπεψιθύρισε·
Διά να εννοήσης δε πόσον είνε εύσωμος η νέηλυς αοιδός του Κήπου των Μουσών, αρκεί να σου αναφέρω, ότι κυρία τις πρό τινων ημερών καθημένη πλησίον μου, — ομοιάζουσα δε, σημείωσε καλώς, τσίρον της περυσινής εσοδείας, — δεν ηδυνήθη να καταστείλη την ιεράν της αγανάκτησιν, βλέπουσα τας τορνευτάς κνήμας της Αγγλίδος διαγραφομένας υπό το ροδόχρουν της πλέγμα. «Αχ! τι εντροπή!» ανεφώνησεν· εγώ δε εμειδίασα εις απάντησιν, συλλογιζομένη, ότι η τόσον αιδήμων γείτων μου είνε τακτική φοιτήτρια του φαληρικού θεάτρου, και ότι πολλάκις είδε και την Perichole και την Jolie Parfumeuse, και τας λοιπάς ευωδίας του εφετεινού μας θιάσου.
Και η Αφέντρα, κ' εκείνη, εμβλέπουσα εν τη μοναξία μέσα της, καθημένη απέναντι εις το ωραίον εικόνισμα, το Τριμόρφι, ησθάνετο την ανάγκην ν' ανακουφίση την συνείδησίν της.
Μίαν ημέραν, οπότε καθημένη πλησίον του έλεγεν ότι, εκτός της χριστιανικής διδασκαλίας ζωή δεν υπάρχει, εκείνος, αρχίζων να αναλαμβάνη τας δυνάμεις του, ανεσηκώθη επί του υγιούς βραχίονός του, έπειτα αποτόμως έθεσε την κεφαλήν του επί των γονάτων της κόρης και είπε: — Η ζωή είσαι συ! Τότε η αναπνοή εκόπη εις το στήθος της Λιγείας, το λογικόν την εγκατέλειψε και εσκίρτησεν όλη εξ ηδονής.
Τώρα παρά την πρύμνην αριστερόθεν του παπά καθημένη, αριστερά της είχε τον Σπύρον, και ζητούσα αυτομάτως να ψηλαφήση τους βραχίονας και το στήθος του, δεν εύρισκε σχεδόν σάρκα υπό την βαρείαν σκευήν, δι' ης είχε περιχαρακώσει τον υιόν της.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν