United States or Eswatini ? Vote for the TOP Country of the Week !


Διότι αυτός ο άνθρωπος με το να επιχειρή να βλάψη εσέ, θέλει όλως διόλου σύρριζα να καταστρέψη την πόλιν . Αλλ' ειπέ μου, σε παρακαλώ, σαν τι τάχα τέλος πάντων λέγει ότι συ κάμνεις και καταστρέφεις τους νέους; Σωκράτης. Παράλογα πράγματα, ω θαυμάσιε, καθώς εγώ τουλάχιστον ακούω.

Ερμογένης. Και βέβαια. Σωκράτης. Καλά κάμνεις που έχεις πεποίθησιν. Διότι τόρα πάλιν νομίζω ότι το επέτυχα νόστιμα και πλησιάζω, εάν δεν προφυλαχθώ, σήμερον ακόμη να γίνω περισσότερον του δέοντος σοφός. Πρόσεξε λοιπόν εις αυτό που λέγω.

Αλλ' ο Ούρσος ανυπομονών βεβαίως με όλας αυτάς τας βραδύτητας επλησίασεν εις την θύραν του κοιτώνος και σκύψας προέβαλε την κεφαλήν του εις το εσωτερικόν. — Χίλων Χιλωνίδη! είπεν. — Ειρήνη σοι! ειρήνη! ειρήνη! απήντησεν ο Χίλων, Ω άριστε των χριστιανών! Ναι! είμαι ο Χίλων, αλλά κάμνεις λάθος . . . Δεν σε γνωρίζω!

Πολύ φρόνιμα κάμνεις, τω είπεν ο Γεροστάθης· εις αυτόν τον κόσμον όστις δεν εργάζεται ή αποθνήσκει της πείνης, ή ζη ατίμως· ο δε άτιμος βίος είναι πολύ χειρότερος του θανάτου. Λαβών δε την άδειαν του γέροντος επήρεν ένα εκ των λεπτών κλώνων, και παρουσιάσας αυτόν εις ημάς ηρώτησεν αν δυνάμεθα να τον σπάσωμεν.

Προχώρει λοιπόν! του έλεγεν ο Βινίκιος. Τι κάμνεις εκεί; — Κλαίω την Ρώμην, αυθέντα, απεκρίθη ο Χίλων. Μίαν πόλιν τόσον θεσπεσίαν. — Πού ήσο, όταν ήρχισεν η πυρκαϊά; — Επήγαινα εις του φίλου μου Ευρικίου, δέσποτα, ο οποίος είχε κατάστημα εις τα περίχωρα του Μεγάλου Κίρκου, και ησχολούμην ακριβώς μελετών την διδασκαλίαν του Χριστού, όταν ήρχισαν να φωνάζουν αίφνης πυρ, πυρ!

Αλλά πώς εδώ; πόθεν έτσι έξαφνα; πότε ήλθες; — Χθες το βράδυ, από το Παρίσι, διά να ιδώ τας Αθήνας μου. — Πάντοτε φιλαθήναιος! Σ' ενθυμούμαι από τους μαθητικούς μας χρόνους, ότε ανέβαινες δις της εβδομάδος εις την Ακρόπολιν διά να θαυμάσης το πανόραμα των Αθηνών. — Τώρα τας θαυμάζω απ' εδώ. Τι μεταβολή! Και συ τι γίνεσαι, τι κάμνεις; — Το βλέπεις, τι κάμνω. — Δεν το βλέπω διόλου.

Αυτά, Σωκράτη μου, είναι βεβαίως καθώς τα λέγεις, εγώ όμως έχω την συνήθειαν τους παλαιούς και προηγουμένους από ημάς προηγουμένως και περισσότερον να τους εγκωμιάζω από τους σημερινούς, διότι προσέχω τον φθόνον των ζώντων και φοβούμαι την οργήν των αποθανόντων. Σωκράτης. Καλά κάμνεις συ βεβαίως, Ιππία μου, να κρίνης και να σκέπτεσαι ούτω πως, καθώς μου φαίνεται.

Είν' ευτυχία σου αυτό! — Θα σ' έσφαζ' ο Τυβάλτης, αν δεν τον εθανάτονες. Και τούτο ευτυχία! — Ο Νόμος σ' εφοβέριζε με θάνατον, αλλ' όμως ημέρωσε προς χάριν σου και μόνον σ' εξορίζει. Και τούτο ευτυχία σου! — Η Τύχη σε χαϊδεύει, και χύνει ‘ς το κεφάλι σου επάνω ευλογίας, και αγαθά^ αλλά εσύ, 'σαν δύστροπη γυναίκα, ενώ η Τύχη σ' αγαπά, εσύ της κάμνεις μούτρα.

Η σιωπή αυτή διεκόπη από ένα υπόκωφον τριγμόν, αλλά τραχύν και παρατεταμένον, ο οποίος εφαίνετο ότι έβγαινεν από τας τέσσαρας γωνίας της αιθούσης. — Τι; τι; γιατί κάμνεις αυτόν τον θόρυβον; ηρώτησεν ο βασιληάς στρεφόμενος με οργήν προς τον νάνον. Ο νάνος εφαίνετο ότι συνήλθεν από την μεγάλην του μέθην, και παρετήρει τον τύραννον κατάμουτρα, ατενώς και ασφαλώς.

Σωκράτης Συνδέεις δηλαδή, Αξίοχε, ασκέπτως την αναισθησίαν με την αίσθησιν, και κάπως εναντία προς τον εαυτόν σου και κάμνεις και λέγεις, μη σκεπτόμενος ότι συγχρόνως μεν κλαίεις την αναισθησίαν, συγχρόνως δε λυπείσαι διά σήψεις και στερήσεις των ευχαρίστων ως να επρόκειτο να αποθάνης και μεταβής εις την άλλην ζωήν και όχι ότι θα γίνης τελείως αναίσθητος όπως και προ της γενέσεως.