United States or Isle of Man ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όλοι κηράδες κι ανυφαντίδες και χρυσοκεντιστάδες 'ςτά νιάτα τους, και τώρα απόμαχοι όλοι του ζανατιού τους. Εμαζόνονταν εκεί με τα δικανίκια και με τα τσιμπούκια τους κ' έστρωναν αδιάκοπες και μακριές κουβέντες, όλο για πράματα του περασμένου καιρού τους. Κ' εγώ, 'ςτή μέση τους, χόρταινα ιστορίες και σοφά λόγια.

Κα ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Καινούργιες ιστορίες έχουμε πάλι; Τι είνε αυτά τα ρούχα, άντρα μου; Δε λογαριάζεις τον κόσμο; Έχεις όρεξι δηλαδή να σε παίρνουν από πίσω όπου πας; ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Μόνο οι ηλίθιοι και οι ηλίθιες θα με παίρνουν από πίσω, γυναίκα μου. Κα ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Έννοια σου και δεν περίμεναν ως τώρα για να σ' αρχίσουν στην κοροϊδία. Είνε πολύς καιρός που όλος ο κόσμος γελάει με τα καμώματά σου.

Ποια ιστορία στην εξομολόγηση του γεμάτου τύψεις Ακαδημαϊκού σ' έκανε να γελάσης; Πες μου την. Τώρα, που έπαιξα Chopin, νοιώθω σαν να έκλαψα για αμαρτίες που ποτέ δεν έκανα και σαν να μυρολόγησα πάνω σε τραγικές ιστορίες που δεν ήτανε δικές μου. Η μουσική πάντα μου φαίνεται πως κάνει αυτήν την εντύπωση.

Εκεί που γινόταν η στεφάνωση κ' η θεια Ελέγκω έκλαιγε φωναχτά απ’ τη συγκίνησή της και γιατί τόχε πάρει πια σκοινί γαϊτάνι απ' τις ιστορίες του εκκλησιάρη, η Λιόλια ήτονε σα χαμένη απ' τον εαυτό της κι όλο κρυφόβλεπε κατά τους τοίχους μήπως και ξανοίξη τα μάτια των Αγίων ή τα χέρια τους να ευλογούν.

Όλοι κηράδες κι ανυφαντίδες και χρυσοκεντιστάδες 'ςτα νιάτα τους, και τώρα απόμαχοι όλοι του ζανατιού τους. Εμαζόνονταν εκεί με τα δικανίκια και με τα τσιμπούκια τους κ' έστρωναν αδιάκοπες και μακριές κουβέτες, όλο για πράματα του περασμένου καιρού τους. Κ' εγώ, 'ςτη μέση τους, χόρταινα, ιστορίες και σοφά λόγια.

Η γιαγιά μου όμως λέει ότι η θεια-Καλίνα έχει ένα σακουλάκι γεμάτο χρυσάφι, κρυμμένο μες στον τοίχο». Κατά βάθος όμως λίγο ενδιέφεραν στον Έφις εκείνες οι ιστορίες.

Όπου αρμένιζε η αρμάδα, τριγύριζε κ' η «Ψαριανή» — έτσι τη βάφτισαν. Και σαν άραζε και ξεφόρτωνε, αφορμή ζητούσε ο Παναγής ν' ανέβη σε κανένα πολεμικό, να μαζεύη τα παλικάρια κοντά του, και να τους δηγάται τις ιστορίες του.

Πρίσκιλλα, 'γώ θα βαστάξω το κουτί κλειστό, κάνοντας ότι θέλω να τ' ανοίξω και συ μαζύ μου θα παλεύης δήθε για να μ' εμποδίσης. Λοιπόν καταλαβαίνετε τι θέλω; Η ΣΚΛΑΒΕΣ. Ναι! ΕΥΝΙΚΗ. Σαν μπήξω μια στριγγί, σεις από μέσα, ξεφωνίζετε και φεύγετε. . . Συ θα μ' ακολουθήσης. Πάμε! ΣΚΛΑΒΑ. Όλο και τέτοιες ιστορίες του σκαρώνει. . . ΣΚΛΑΒΑ. Ποιος ξέρει τι να του ζητήση Μελετάει η κυρία. . .

Οι γυναίκες, σπλαχνικές, έφερναν μεγάλα πιάτα με κρέας και ψωμί στους δυο ζητιάνους και μόλις ο τυφλός άκουγε το σύρσιμο των βημάτων τους επάνω στη χλόη ανέβαζε τη φωνή και άρχιζε τις ιστορίες του. «Μάλιστα, υπήρχε ένας βασιλιάς που έβαζε να λατρεύουν τα δέντρα και τα ζώα, ακόμη και τη φωτιά.

Και όσα είχαν γλιτώσει, λίγο μαδημένα, έμοιαζε να σκύβουν για να δουν τους νεκρούς συντρόφους τους, χαϊδεύοντάς τους με τα τραυματισμένα φύλλα τους. «Πάρτε λίγα σταφύλια, μπαρμπα-Έφις», του είπε το αγόρι, αποχαιρετώντας τον σκεφτικό: «εάν ο ντον Πρέντου σας ξαναστείλει εδώ θα είμαι ευχαριστημένος. Θα περνάμε τον καιρό λέγοντας ιστορίες. Πηγαίνετε στην Γκριζέντα να της πείτε χαιρετίσματα