United States or Comoros ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ο οίκτος, όστις θα τον εκλόνιζεν ίσως την στιγμήν εκείνην, εις την θέαν του γυναικείου εκείνου συντρίμματος, το οποίον απετέλει άλλοτε μέρος της υπάρξεώς του αναπόσπαστον, υπεχώρησεν εις μίαν οργήν υπόκωφον, ήτις ηπείλει να εκραγή ακράτητος, θυελλώδης . . . Αδύνατον να φαντασθή τις τι θα συνέβαινε, αν ασθενής τις ακτίς, αν λείψανόν τι λογικού δεν τον συνεκράτει . . .

Αλλ' επειδή ο Χαλκιδεύς τους εμήνυσε να επιστρέψουν και ότι ο Αμόργης έμελλε να εμφανισθή μετά του στρατού του, έπλευσαν προς το Διός ιερόν, όπου διέκριναν δεκαέξ πλοία, διοικούμενα υπό του Διομέδοντος, ο οποίος είχεν αναχωρήσει εξ Αθηνών μετά τον Θρασυκλέα. Εις την θέαν ταύτην τα πλοία των Χίων έφυγαν, το εν εις την Έφεσον, τα άλλα προς την Τέων.

Γιατί μ' αυτό που σκέπτομαι δεν συμφωνεί το άλλο; γιατί δεν είναι φύλλα δυο και πρόσωπα παρόμοια; γιατί καθώς ο Έρασμος νυχθημερόν να ψάλλω εις της μωρίας την Θεάν μωρότατα εγκώμια; Και μια φωνή μ' απήντησε «μην είσαι φαφλατάς, κι' αυτά 'στόν κόσμον γίνονται για νάχης να 'ρωτάς».

Το τέχνασμα επέτυχε θαυμασίως και το έργον συνετελέσθη εντός της νυκτός· αι δε πρωιναί του ηλίου ακτίνες εφώτισαν Αφροδίτην τόσον ωραίαν, ώστε ήθελεν ειπή τις αυτήν ουχί λίθον υπό αριστοτέχνου ζωογονηθέντα, αλλ' αληθή θεάν μετά του βλέμματος και του μειδιάματος και των παλμών αυτής πάντων απολιθωθείσαν.

Ίσως όμως αυτήν την θεάν ηθέλησε να την παραστήση ο νομοθέτης ως της &αρετής ιστορικήν& και έμπειρον, ή και διότι την &αροτρίασιν μισεί& του ανδρός εις την γυναίκα. Και ή δι' έν από όλα αυτά, ή δι' όλα ομού της έδωκε αυτό το όνομα ο νομοθέτης. Ερμογένης. Καλά. Αλλά τι σημαίνει Διόνυσος και Αφροδίτη; Σωκράτης. Μεγάλα πράγματα, καλό παιδί του Ιππονίκου, με ερωτάς.

Και ο λαός ετόξευε βλασφημίας, ωρύετο και εσύριζεν εις την θέαν της πομπής, αλλά καμμίαν βιαιοπραγίαν δεν ετόλμα. Από θέσεως εις θέσιν εξερρήγνυντο αι επευφημίαι εκείνων, οίτινες μη έχοντες περιουσίαν, ουδέν είχον απολέσει, και οίτινες προέβλεπον μίαν διανομήν σίτου, ελαίου, ενδυμάτων και χρημάτων πλέον γενναιόδωρον της συνήθους.

Αφού πάντες ούτοι έλαβον θέσιν και απηγγέλθη το «Φ ά γ ο ν τ α ι π έ ν η τ ε ς», κόψας ο Νικήτας τεμάχιον άρτου προσέφερεν αυτό εντός αργυρού δίσκου εις την εικόνα της Παναγίας, ήτις κατά τα συμπόσια των τότε ευσεβών χριστιανών ελάμβανε πάντοτε την πρώτην μερίδα, ως η θυγάτηρ της Ρέας παρά τοις αρχαίοις. Μετά ταύτα εφρόντισεν ο Επίσκοπος και περί των συνδαιτυμόνων του, βυθίσας την μάχαιραν εις την κοιλίαν παχέος εριφίου, εξ ης ανοιχθείσης διεχύθη αμέσως ευφρόσυνος σκορόδων, κρομμυδίων και πράσων οσμή, δι’ ων το ζώον εκείνο ήτο μετά θαυμαστής τέχνης ωνθυλευμένον. Μετά το ερίφιον παρετέθησαν ιχθύες διά χαβιαρίου ηρτυμένοι και έπειτα πρόβατον μετά μέλιτος και κυδωνίων. Η Ιωάννα συνειθισμένη εις τα απλά και ακαρύκευτα φαγητά της τότε Γερμανίας, όπου και αυτά τα συμπόσια ήρχιζον και ετελείωνον, ως εν τη Ιλιάδι, δι' οπτών κρεάτων, εβύθιζε το πηρούνιον μετά δισταγμού και δυσπιστίας εις τα πολύπλοκα εκείνα προϊόντα της βυζαντινής μαγειρικής. Ότε δε εγεύθη τον μετά πίσσης, γύψου και ρητίνης συγκερασμένον οίνον της Αττικής, απέστρεψε μετά τρόμου τα χείλη, φοβηθείσα μη οι Αθηναίοι εκείνοι επότισαν αυτήν κώνειον, ως τον Σωκράτην. Ο γείτων της μοναχός τη προσέφερεν ως αποζημίωσιν έτερον ποτήριον· αλλά και τούτο προυξένησεν έτι μείζονα εις την ημετέραν Γερμανίδα αηδίαν, πλήρες ον καλογηρικού τίνος ποτού, καλουμένου β α λ α ν ί ο υ , όπερ εφεύρε πιθανώς ο Άγιος Αντώνης, βράσας του χοίρου του τας βαλάνους, και το οποίον σώζεται ακόμη εν τοις Σχολείοις της Ελλάδος, παρατιθέμενον αντί κ α φ έ εις τους δυστυχείς υποτρόφους. Ενί λόγω η τε Ιωάννα και ο Φρουμέντιος εκάθηντο εις την πολύοψον εκείνην τράπεζαν νήστεις και διψαλέοι, ως οι φράγκοι πρέσβεις εις τα συμπόσια του Νικηφόρου, μέχρις ου ευσπλαγχνισθείς αυτούς ο φιλόξενος Νικήτας διέταξε να παρατεθούν οπταί τρυγόνες, μέλι του Υμηττού και άδολος οίνος της Χίου. Εις την θέαν του περιέχοντος το θείον εκείνο ποτόν ερυθρού σταμνίου αι ζοφεραί όψεις των καλών ασκητών ήστραψαν υπό της χαράς ως ο Άδης, ότε κατέβη εις αυτόν ο Σωτήρ, πάντες δε έτειναν μετά προθυμίας το ποτήριον εις το πορφορούν νέκταρ της πατρίδος του Ομήρου, αποδεικνύοντες ούτω ότι η ανθρωπίνη φύσις υπόκειται μεν, ως και αι εγκυμονούσαι γυναίκες, εις ιδιοτρόπους ορέξεις, δυναμένη ν’ αγαπήση το βαλάνιον, την ρυπαρότητα, τους χοίρους και τον ρητινίτην, αλλ’ άμα το αληθές και άδολον καλόν υφ’ οιανδήποτε μορφήν επιλάμψη, ευθύς στρέφεται προς εκείνο, ως η μαγνήτις προς τον πόλον και οι δαιτυμόνες του Νικήτα προς το σταμνίον της Χίου. Σοφισταί μοι φαίνονται, οι ισχυριζόμενοι ότι έκαστος λαός ή και άνθρωπος έχει ίδιον τίνα τύπον του καλού και ψευδής η παροιμία π ε ρ ί ο ρ έ ξ ε ω ν ο υ δ ε ί ς λ ό γ ο ς . Εκ της αυτής ζύμης είναι πεπλασμένα πάντων των απογόνων του Αδάμ τα όμματα, τα ώτα και τα χείλη· ε ί ς ά ρ τ ο ς κ α ι έ ν σ ώ μ α ο ι π ο λ λ ο ί ε σ μ έ ν και εις πάντας αρέσκουσιν αι παρθένοι της Κιρκασίας, οι αδάμαντες των Ινδιών, οι ίπποι των αράβων, αι στήλαι του Παρθενώνος, αι σταφυλαί της Κωνσταντινουπόλεως, οι πόδες των Ισπανίδων, ο πάγος εν ώρα θέρους, τα ιταλικά άσματα και οι οίνοι της Γαλλίας· και αυτοί δε οι μαύροι της Αφρικής προτιμώσι τας λευκάς γυναίκας μάλλον ή τας Αιθιοπίδας. Αν είς τινα των ημετέρων εκκλησιών ενεφανίζετο

Η πόλις άπασα έσπευσε να την ίδη, ο δε Αντώνιος, καθήμενος επί θρόνου εις την αγοράν, έμεινε μόνος συρίζων εις τον αέρα· αλλά και αυτός ο αήρ, αν δεν αντέβαινεν εις τους φυσικούς νόμους, ήθελε μεταβή προς θέαν της Κλεοπάτρας, αφήνων ούτω χάσμα εν τη φύσει! ΑΓΡΙΠΠΑΣ. Θαυμασία αληθώς η Αιγυπτία!

Αλλ' η οφρύς της τάφρου ήτο υψηλή κ' αι επ' αυτής ονακάνθαι, με τα φαιά πολυδάκτυλα στελέχη και τα μεγάλα απεξηραμένα άνθη των, έφρασσον εν πυκνώ συμπλέγματι, ολόκληρον του αγρού την θέαν. Ανεκίνει την κεφαλήν, εκόλλα σχεδόν τους οφθαλμούς εις τα μεταξύ διάκενα, προσπαθούσα να ίδη, αλλ' αι ονακάνθαι ήσαν πυκναί και δεν διέκρινεν ειμή στενά κ' επιμήκη τμήματα αγρού κιτρινίζοντα μόνον.

Αλλ' ο υιός του, ο άλαλος εκείνος, εις την απειλητικήν θέαν του Πέρσου, καταληφθείς υπό φόβου και θλίψεως, εξέβαλε φωνήν και είπεν· «Ω άνθρωπε, μη φονεύσης τον ΚροίσονΑύται ήσαν αι πρώται λέξεις τας οποίας επρόφερε· και απ' εκείνης της ώρας ωμίλει μέχρι τέλους του βίου του.