United States or Nepal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μον έλα πάψε! κι' άσ' τη εκεί τη σπάθα στο φηκάρι. 210 Μα αν θες με λόγια, στόλισ' τον όσο ζητά η καρδιά σου, γιατί το λόγο που θα πω θαν τόνε δεις να γίνει· για αφτή την προσβολή διπλά και τρίδιπλα μια μέρα δώρα θα λάβεις· μοναχά βαστάξου κι' άκουσέ μας

Ω Θεέ μου, είπε τότε ο Αμπτούλ, ημπορεί ένας πατέρας τόσον σκληρός να έχη μίαν θυγατέρα τόσον γενναίαν; Ταύτα λέγοντας ο Αλής με την Βεζυροπούλαν τον ένδυσαν με ένα φόρεμα σκλάβου, και τον επήραν και τον έκρυψαν εις το σπήτι του Αλή, έως που ο βεζήρης έπαυσε να τον ζητά.

Δεν έβγαζ' ένα λόγο τρυφερό, τα ρήματα, αι πτώσεις και τα γένη δεν τάφιναν για έρωτα καιρό, κι' εκείνη σπαρταρούσε λιγωμένη . . . η καϋμένη! Μα είδε δα κι' αυτή πως χωρατά σε δάσκαλο δεν πάνε σαστισμένο, κι' έπαυσε χάδια πια να του ζητά, και μόνο του τον άφινε κλεισμένο . . . τον καϋμένο!

Απέ σαν τέλιωσε η δουλιά και τοίμασαν τραπέζι, τρων, και δε λείπει τίποτα που να ζητά η καρδιά τους. 320 Και στο τραπέζι ο βασιλιάς τ' Ατρέα γιος τον Αία μ' ολάκερα τον φίλεβε τ' απάκια και τιμούσε.

Κάποιους συλλογισμούς ήθελε να διώξη απ' το κεφάλι του, κάτι ζητούσε, χωρίς να ξέρη κι' ο ίδιος τι ζητά.

Σεις, ιερείς του Απόλλωνος, πηγαίνετε στης Κασταλίας της πηγής τασημωμένα τα νερά, και στο ναό να μπαίνετε λουσμένοι με τα νάματα τ' αγνά και δροσερά. Το στόμα το καλόλογο κρατείτε και προφητείες αγαθές να ειπήτεεκείνον που τα μέλλοντα ζητά απ' τη δική σας γλώσσα εξηγητά.

Ναι, μόνον όταν θα έχω γραμένο πια εκείνο που τώρα ζητά το δρόμο του απάνω στάγραφα φύλλα, που ίσως μια μέρα γίνουνε βιβλίο, μόνο τότε ελπίζω πως η ίδια η διήγηση θα μπορέση να μου δώση το κλειδί για να λύσω το αίνιγμα, που με βασανίζει και με ανησυχεί τώρα: τι δηλαδή είτανε στη ζωή μου όνειρο και τι πραγματικότητα. Γιατί δεν είναι μόνο η λύπη που με σφίγγει.

Ο Μουζαφέρ αφού και του έκαμε μεγάλες δεξίωσες, ιδού και έρχεται ένας Χότζας και τον πιάνει από το χέρι, και του λέγει. Νέε αγαπημένε μου, ο Μουζαφέρ, νοικοκύρης ετούτου του σπητιού, έχει μίαν καλήν γνώμην επάνω εις εσένα, διά την οποίαν ζητά μίαν γλήγορην αποτέλεσιν, η οποία θέλει σε ωφελήσει μεγάλως εις την κατάστασιν που είσαι.

Μπαίνει τρέμοντας από τη συγκίνηση, η καρδιά του χτυπά, η φωνή του πιάνεται· θέλει ν' ανοίξη τους μπερντέδες του κρεββατιού, ζητά να φέρουνε φως. Μη για το Θεό, λέγει η υπηρέτρια, το φως θα τη σκοτώση! Και ξαφνικά κλείνει τους μπερντέδες. — Αγαπημένη μου Κυνεγόνδη, λέγει ο Αγαθούλης κλαίοντας, πώς είστε; Αν δε μπορείτε να με ιδήτε, μιλήστε μου τουλάχιστο. Δε μπορεί να μιλήση, λέγει η υπηρέτρια.

Τότε έκλινε με υπομονήν εις το ριζικόν του· επήκουσε την προσταγήν την βασιλικήν, και συντροφιαζόμενος με ένα κερβάνι που επήγαινεν εις την Ταρταρίαν, επήγε με αυτό εις την Σαμαρκάντα, και έμεινε με μεγαλοψυχίαν αφιερωμένος εις εκείνο που ο ουρανός του είχε αποφασισμένον και μην στοχαζόμενος πλέον την περασμένην του ευτυχίαν, ωσάν που τα πράγματα του κόσμου δεν έχουν ποτέ μίαν στάσιν, ευρίσκονταν εις τελείαν ησυχίαν, ευφραινόμενος έως που είχε δηνάρια, και τελειώνοντάς τα επήγε και εστάθη εις την πόρταν ενός μετζιτίου διά να ζητά ελεημοσύνην.