United States or Guinea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν τον είχεν ιδή ποτέ αλλ' υπέθετεν ότι τοιούτος τις, μέγας καθόλα θα ήτο ο διάσημος αρματωλός. Από το βλέμμα του το πύρινον, από την στάσιν του την αυστηράν και το θλιμμένον ήθος του εμάντευεν ο Ζάχος ότι και ούτος παρίστατο εκεί ζητών απ' αυτόν το όπλον του. Κ' ενώ έμενεν ακίνητος υπό τας εντυπώσεις της όψεως εκείνης, έφθασεν εις την ακοήν του και δευτέρα εκπυρσοκρότησις ομοία της πρώτης.

Ο Ζάχος διεκρίνετο μεταξύ των πρώτων εις την συμπλοκήν. Κενώσας το καρυοφύλλι του, το εκρέμασεν εις τον ώμον και φέρων εις την δεξιάν χείρα το γιαταγάνι εις δε την αριστεράν προτεταμένην ασημοπιστόλαν επροχώρει εν μέσω του εχθρού, κτυπών πανταχού και σφάζων.

»Τότ' εξεφύτρωνες σαν κυπαρίσσιτα καταράχια μας τρομαχτικό, Τον ίσκιο σου έστελνες να φοβερίση Κάτου τα Σάλονα ... και τώρα εδώ.» »Ο Ζάχος έπεσε .. κήταν γραμμένο Εγώ, Αστραπόγιαννε, πάλ' ορφανό Το ξυλοκρέββατο για σε να γένω Για σε, πατέρα μου, γη να ζητώ

Θα φάγω εσένα, κερατά!. . . Και ορμήσας λυσαλέος ο Ζάχος συνέσφιγξεν εις τους βραχίονάς του τον Ταχίρ. Τότε ήρχισε μεταξύ των ο πεισματωδέστερος αγών. Ο Χάρος και ο Τσοπάνης δεν επάλαισαν τόσον σφοδρώς εις το μαρμαρένιο αλώνι, ούτε οι σαράντα δράκοι μετά τόσου θορύβου εις το τρίστρατο διά τα γλυκά μάτια της Πεντάμορφης.

Εν τούτοις ο Ζάχος μ' ελαφρόν και γοργόν βήμα, το σύνηθες εις τους κλέφτας, ηναγκασμένους να περιπατούν από λιθάρι σε λιθάρι ανά τα βουνά, διήλθε τους στενούς και πλήρεις χαλασμάτων δρομίσκους κ' έφθασε προ της πλατείας των Καλυβοσπίτων. Η νυξ είχεν επέλθει προ πολλού σκοτεινή και ασέληνος. Η φρουρά υπό τον Ραζικότσικαν ηγρύπνει παρά τους γεωτοίχους και τους προμαχώνας.

Αλλά την στιγμήν εκείνην, εισήλθεν ή μάλλον εισώρμησεν εις το ναΐδιον, ακολουθούμενος υπό δύο άλλων ομηλίκων του, δωδεκαέτης περίπου παις, υψηλός ως προς την ηλικίαν του, ασθμαίνων και εν εξάψει. Ήτο ο Ζάχος, ο υιός του παπά-Κυριάκου. Εισέβαλε πνευστιών εις το ιερόν βήμα και ήρχισε να ομιλή προς τον ιερέα. Η φωνή του ηκούετο από του χορού, αλλ' αι λέξεις δεν διεκρίνοντο.

Όθεν ο Ζάχος μόλις εγνώρισεν ότι θα μετείχε της νυκτερινής εξόδου, πιστός εις την κλεφτικήν συνήθειαν, έσπευσεν ευθύς, αν όχι να λουσθήδιότι το νερό δεν ήτο άφθονον εις την πολιορκουμένην πόλιννα καθαρίση τουλάχιστον τάρματά του και τα παρέδωσεν εις την μητέρα του μέχρι της ωρισμένης ώρας.

Διότι ο Ζάχος δεν επήγαινε μόνον να πολεμήση, αλλ' είχε να εκπληρώση συγχρόνως και άλλην ιεράν και απαραίτητον εντολήν. Ότε η Μαλάμω έλεγεν εις αυτόν να μη λησμονή τον Ταχίρ Γιάτση, δεν ωμίλει ως μήτηρ αλλ' ως γυναίκα του Σπαθόγιαννου.

Πούτο Σαϊτάνι φύτρωσες, μπρε! έλεγεν ο Ταχίρ εμπαικτικώς. — Εκεί που δεν έσπειρες· απήντα ο Ζάχος βράζων από τον θυμόν, — Τώχει, μπρε, η μάνα σου; — Τώχει μα δετο δίνει. — Έμεινε κι' άλλος από σας να με σκοτώση; — Θα σε σκοτώσω ατός μου! — Εσύ δε φελάς. . .

Κ' ενώ τόρα γονυπετής εδέετο παρά την εικόνα και βυθισμένη εις το σκιόφως μόλις διέκρινε την γαλήνιον μορφήν της Παρθένου, διελογίζετο μετ' ανατριχίλας αλλά και αποφάσεως σταθεράς, εάν ο Ζάχος εφονεύετο, εις άλλην έξοδον αυτή η ιδία να σηκώση την ποδιάν, να ζωσθή τα όπλα και να πάγη να συγκρουσθή μετ' εκείνου.