Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 18 Μαΐου 2025


Και διατί μου εσυνέβη η δυστυχία, και με έγδυσαν οι κλέπται εις την στράταν, και ευρέθηκα στενεμμένος διά να ζητήσω ελεημοσύνην διά να κυβερνηθώ προς ώρας, διά τούτο δεν είμαι αρκετός να φυλάξω μίαν γυναίκα τον καιρόν που ημπορώ να φυλάξω εκατόν; και διά τα όσα σου λέγω, αυθέντη Κατή, αν δεν με πιστεύης, ημπορείς να στείλης ένα μετζίλι προς τον πατέρα μου, που δεν είναι μακράν παρά οκτώ ημερών δρόμον, διά να βεβαιωθής διά την κάθε αλήθειαν.

Ως τόσον το ποδάρι του ήλθεν έμπροσθέν μου, το οποίον ήτο τόσον χοντρόν, που μόλις το αγκάλιαζεν ένας άνδρας· εγώ τότε εδέθηκα καλά από το ποδάρι του Ροκ με το ζωνάρι και με το σαρίκι μου, με τον σκοπόν, ότι αύριον μέλλοντας να πετάξη εκείθεν το όρνεον εκείνο, ήθελε με βγάλει από εκείνο το νησί, και ήθελε με φέρει εις άλλον τόπον, καθώς και εσυνέβη.

Τότε ο θετός μου πατήρ με εψήφισε θησαυροφύλακα εις όλην του την περιουσίαν επειδή και δεν είχεν άλλους υιούς και επερνούσαμεν μίαν ζωήν ήσυχον, ξεφαντωτικήν και γλυκείαν και όταν εστοχάζετο να με υπανδρεύση με μίαν ανεψιάν του, αιφνηδίως του εσυνέβη ο θάνατος, και έμεινα εγώ πληρεξούσιος κληρονόμος εις όλην την πολλαπλάσιον εκείνην περιουσίαν.

Οπόταν η Ζεμπρούδα ήλθεν εις τον χοντζερέ της, βλέποντας το αηδόνι ψόφιο, έβγαλε μίαν φωνήν τόσον δυνατήν, που έτρεξαν όλες οι δούλες της. Κυρά, της είπαν, τι έπαθες; σου εσυνέβη κανένα εναντίον; α πιστές δούλες μου, εγώ είμαι απελπισμένη, τους απεκρίθη κλαίοντας πικρώς· το πτωχόν αηδόνι μου, το αγαπημένον μου αηδόνι εψόφησεν.

Ρουσκάδ, ήτον καλύτερον, του απεκρίθη η Κεριστάνη, διά να είχες φυλάξει σιωπήν και τούτην την φοράν, παρά να ομιλήσης έξω από το προκείμενον, μα επειδή και ωμίλησες, το κακόν είνε χωρίς ιατρείαν· δεν κάνει χρεία άλλο, ήθελεν είνε ανωφελές το να ζητήσης μέσον διά να εμποδισθή η συμφορά, που εγώ εφοβούμουν μη σου τύχη, επειδή και εσυνέβη.

Τότε έκραξε τον βεζύρην του, και τους αφεντάδες που είχαν έλθη μαζί του, οι οποίοι έτρεξαν ευθύς εις το πρόσταγμά του. Και βλέποντάς τον συγχισμένον, τον ερώτησεν ο βεζύρης το τι του εσυνέβη. Ο βασιλεύς εδιηγήθη τα όσα ήκουσεν από την θυγατέρα του και τους ερώτησε τι καταλαμβάνουν διά εκείνο το συμβεβηκός.

Ω σεβάσμιε πάτερ, του λέγει η βασιλοπούλα, τούτη η ομιλία με κάμνει εκστατικήν· ένα νέο βασιλόπουλο, που ποτέ δεν με είδε, πώς είναι δυνατόν να με αγαπήση τόσον; Εγώ θέλω σου το ειπεί, απεκρίθη ο Δερβύσης με τι τρόπον εσυνέβη αυτό, επειδή και ο Καισάγιας μου εφανέρωσε καταλεπτώς τα πάντα, με όλες τες περίστασες επάνω εις αυτό το πράγμα.

Εκείνο το πονηρόν γεροντίδιον βλέποντάς με εις τοιαύτην μεταβολήν, εκατάλαβεν ότι το πιοτόν εκείνο έκαμεν αυτό το αποτέλεσμα εις εμένα και μου έκαμε νεύμα διά να του δώσω να πίη· και όταν το εγεύθη, του εφάνη τόσον γλυκύ και νόστιμον εκείνο το κρασί, που το έπιεν όλον, το οποίον ήτον αρκετόν διά να το μεθύση, καθώς και εσυνέβη.

Εγώ δεν ημπορούσα να παρηγορηθώ διά τον χαμόν του αγαπημένου μου Σαέδ, και εκείνο που περισσότερον με εσύγχιζεν, ήτον που δεν ημπορούσα να καταλάβω το τι του εσυνέβη. Εμβήκα το λοιπόν εις μίαν μεγαλωτάτην απελπισίαν και αποφάσισα να χαθώ και εγώ εις εκείνο το νησί. Εγώ υπάγω, έλεγα, να περιπατήσω όλον ετούτο το νησί ή να εύρω τον Σαέδ ή να συναπαντήσω τον θάνατον.

Η απόκρισις του βασιλέως μου επροξένησε μεγάλην θλίψιν και ευρισκόμουν εις μεγάλον φόβον και εις κάθε ολίγην ασθένειαν ή μικράν ενόχλησιν της γυναικός μου, έτρεμα από τον φόβον μου. Τέλος πάντων μετ' ολίγον καιρόν εξαίφνης μου εσυνέβη εκείνο που εφοβόμουν· αιφνηδίως αρρώστησεν η γυναίκα μου και μετ' ολίγας ημέρας απέθανε.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν