United States or Czechia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εζεύξατε πολυάριθμα άρματα εις τας όχθας του Σιμοέντος και αφήσατε χωρίς στέφανον πολλών ηρώων αγώνας, έπεσαν δε νεκροί και οι βασιλείς της Τρωάδος. Τώρα πλέον δεν λάμπει φωτιά εις τους βωμούς των θεών εις την Τροίαν, και δεν ανεβαίνει προς τα ύψη ο καπνός των θυμάτων. Εφονεύθη και ο Αγαμέμνων από την Κλυταιμνήστραν, αλλά και αυτή επλήρωσε το έγκλημά της φονευθείσα από τα παιδιά της.

Μια μέρα, οι άνεμοι έπεσαν, και τα πανιά κρεμόντανε, χαλαρωμένα, σ' τα κατάρτια. Ο Τριστάνος είπε κι' άραξαν σ' ένα νησί. Βαρυεστημένοι από τη θάλασσα, οι εκατό ιππότες της Κορνουάλλης και οι ναυτικοί κατέβηκαν στην παραλία. Μοναχά η Ιζόλδη με μια μικρή υπηρέτρια είχανε μείνει στο καράβι. Ο Τριστάνος ήρθε στη Βασίλισσα και προσπαθούσε να γαληνέψη την καρδιά της.

Εκείνο το πρωί μια συνοδειά χριστιανών από τα πλησιόχωρα, άντρες και γυναίκες, άλλοι καβάλλα κι' άλλοι πεζοί, πηγαίνοντας για τα Γιάννινα, έπεσαν απάνω στο σκοτωμένο. Ιδόντας αυτό το φοβερό δράμα, αποφάσισαν να φορτώσουν τον νεκρό στο μουλάρι του, που βοσκούσε ξέγνοιαστο εκεί κοντά και να τον παν στη Μητρόπολη.

Αλλ' επανέπεσε πάλιν και ο κρότος των αλύσεων αντήχησε πενθίμως εν τω δωματίω και η απήχησις έπληξε την καρδίαν της Μάρως, ως να έπεσαν επ' αυτής. . . — Γιάννο, δεμένος είσαι; είπεν η Μάρω θλιβερά. — Ναι, απήντησεν ούτος, προσηλών το βλέμμα εις την οροφήν, οπόθεν ήρχετο η φωνή. — Γιατί; ποιος σ'έδεσε; — Η μάνα μας. — Η μάνα μας!. . . και γιατί;

Ναι! δεν ενόησα· ναι! επλανήθην, διότι από τους οφθαλμούς μου τα λέπυρα δεν έπεσαν και ο παλαιός χαρακτήρ μου δεν απέθανεν εντελώς παρ' εμοί.

Τα γείσα τα εύμορφα, με την ροδίνην των μαρμαροκονίαν, που ήσαν ως να τα εφίλησαν αιθέριαι νύμφαι, ερράγησαν κ' έπεσαν, ως πίπτουν οι οδόντες γραίας· τα φατνώματα, τα χρυσά των αιθουσών εξέβαψαν και ετρίβησαν ως του λεπρού η αθλία κορυφή. Και όταν έβρεχεν, έτρεχεν από του μαρμαρίνου εξώστου ρεύμα ύδατος, εισρέον διά της μετακινηθείσης στέγης.

Πώς μεγαλώνει η μάννα τους πας σε βουνού κορφάδες λιοντάρια διο μες στην καρδιά δεντροπνιγμένου λόγγου, 555 κι' αρνιά και βόδια πρόσπαχα αρπάζουν, και τις στάνες ρημάζουνε των χωριανών ώστε κι' αφτά να πέσουν απ' τα μυτεροτρόχιστα των χωριανών κοντάρια· έτσι απ' τα χέρια σφάχτηκαν κι' εκείνοι του Αινεία, κι' έπεσαν όπως έλατα μεγάλα γέρνουν χάμου. 560

Ετούτος με όλον που έμεινε τυφλός δεν άφησε το κυνήγι του, και ετελείωσε που να φάγη την καρδίαν του Ροκ ο οποίος συναθροίζοντας εις τον θάνατόν του τες επίλοιπές του δύναμες, τον εκτύπησεν εις το κεφάλι με την μύτην του, και αμφότεροι έπεσαν αποθαμμένοι εις την θάλασσαν, ολίγον τι μακράν από ημάς.

Στο τέλος, οι ναυτικοί παρατήρησαν μέσα από τη μαύρη καταχνιά μια ακτή που ύψωνε τους γκρεμούς της και της ξέρες της: κομμάτια θα τους έκανε κει απάνω η θάλασσα. Μετάνοιωσαν. Γνωρίζοντας ότι ο θυμός της θάλασσας ερχότανε από αυτό το παιδίπου, ώρα μαύρη, είχαν αρπάξειαποφάσισαν να το ελευθερώσουν, και τώβαλαν σε μια βάρκα για να το βγάλη στη στεριά. Αμέσως έπεσαν οι άνεμοι και τα κύματα.

Είμαι ο νοικοκύρης του σπιτιού! — Κανένας άλλος από μένα δεν είναι εδώ μέσα νοικοκύρης! Είπε ουρλιαχτά ο ξένος. Η Τασιούλαινα ακούοντας αυτά, μπήκε στη μέση των δύο αντρών και φώναξε μ' όλα της τα δυνατά: — Μη Τασιούλα!!! είναι το παιδί μας! Μη Γιωργάκη μου!!! είν' ο πατέρας σου! Στη στιγμή η δύο μαχαίρες έπεσαν κατά γης.