Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 19 Μαΐου 2025
— Προσέχετε να μη πέσετε, εψιθύρισεν ησύχως η γραία ημικοιμωμένη. — Να ιδής, Μα, εξηκολούθει η Δεσποινιώ. Τι ώμορφο που είνε το μπαμπουκλί της κυρά Γεώργαινας. Αχ! Λάμπει μέσα 'σ τον ήλιο. Φωτιές πετάει. Βελούδο κόκκινο, της τώφεραν από την Πόλι. Αχ! τι ώμορφο κορμί, Μάννα! Σήκω να ιδής. — Της Λένης, προσέθηκεν η Σοφούλα, είνε σαν παληό το γουνάκι. Δεν έχει καμμιά θωριά! — Αχ!
Εκρύωνα, εστενοχωρούμην, η βροχή εξηκολούθει να κροταλίζη επί των σανίδων της στέγης, και το έξω βαθύ σκότος διέκοπτεν εκ διαλειμμάτων η ωχρότης αστραπής, φωτίζουσα λίμνας βορβόρου, σειράς σταυρών και κορυφάς κυπαρίσσων. Και του καιρού όμως και του τόπου πενθιμώτερα ήσαν όσα ήρχισεν ο σύντροφός μου να με διηγήται. — Θυμάσαι, με είπε, πόσο ώμορφη ήτανε η γυναίκα μου;
Η γραία έσυρε πάντοτε το καπίστρι, ως να ήθελε να βοηθήση την επίπονον πρόβασιν του ασθμαίνοντος υποζυγίου της· οι κακώς προσηρμοσμένοι τροχοί έτριζαν πενθίμως και το επ' αυτών βαρέλιον εξηκολούθει να ταλαντεύεται προς δεξιάν και αριστεράν ως μεθυσμένος βρακάς. Κατ' εκείνην την στιγμήν ο μεσημβρινός δαίμων μου ενεφύσησεν ιδέαν, ήτις μ' έκαμε να γελάσω.
Η εργασία μετά των ανθρακέων εξηκολούθει εις το δάσος πίσω, εις την Κεχριάν. Μετ' ολίγον θα ετοιμάζοντο και τα καμίνια διά τα κάρβουνα. Ο παπά-Κονόμος κάθε βράδυ επέστρεφεν από τον Άγι-Αντώνη με το γαδουράκι του. Εξεπέζευε, και εμβαίνων εις τον ναΐσκον εκάθητο εις το στασιδάκι του, πότε διαβάζων εκεί τον εσπερινόν του, και πότε διαλογιζόμενος περί ψυχών πάντοτε και περί μελλούσης δόξης.
Οι θεολόγοι συνεζήτησαν μετά λεπτολογίας οποίον ήτο το πρώτον τούτο βάπτισμα, το οποίον φαίνεται να υπήρξε προεικόνισμα του μέλλοντος Μυστηρίου, επιτραπέν, όχι διαταχθέν υπό του Χριστού. Ιωάννης ο Βαπτιστής εξηκολούθει ακόμη το βάπτισμα της μετανοίας.
Ενώ εγώ τω έλεγον ότι δεν μοι έφεραν καμμίαν μικράν κόρην, αυτός πάλιν εξηκολούθει να μ' ερωτά πού την είχα θέσει. — Σου λέγω δεν έχω καμμίαν μικράν, επανέλαβον εντόνως. — Ζη αυτή ή απέθανεν; είπεν ο άγνωστος. — Δεν ειξεύρω. — Είνε ασθενής, καθώς έμαθα; — Τι μου λέγεις εκεί; — Και τι κάμνει τώρα; κοιμάται; — Δεν είδα καμμίαν μικράν, σοι λέγω.
Την μεταβολήν ταύτην ο Φωκίων την αντελήφθη αμέσως και δεν δυσηρεστήθη· προφανώς εν τη ψυχή της Αρσινόης ετελείτο πάλη. Ήτο πάντοτε η αυτή γαλήνιος και αξιοπρεπής γυνή, αλλά πολύ την δυσηρέστει τώρα η δυσθυμία του Φωκίωνος, όστις εξηκολούθει επιμόνως την αυτήν τακτικήν, προβαίνων μέχρι του μέτρου ν' αποφεύγη όσον ηδύνατο να την βλέπη μόνην . . .
— Θάχης χαρτιά και καλαμάρια και πέννες. Τα κορίτσια εγελούσαν. Ήσαν και αυτά φαιδρά και καλοκάγαθα, σεμνά της καλής μητρός αποτυπώματα. — Εσένα... εξηκολούθει η Γερακούλα... — Πόσες θυγατέρες έχεις, θα πω; διέκοπτεν η μικροτέρα, φαιδροτέρα και ξανθοτέρα. — Εσένα, Φανιώ μου, έλεγε προς την τελευταίαν, εσένα θα σου δώσω γιατρό! — Ω! έκαμναν θόρυβον αι άλλαι, ζηλεύουσαι τάχα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν