Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 27 Ιουνίου 2025


Αλλά είμαι περίεργη να μάθω τι θα 'πή ο μυλωθρός, όταν μάθη τα αρραβωνιάσματα . . . . Μάλιστα, τι θα έλεγεν ο μυλωθρός! Αυτό και ο Ρούντυ με ευχαρίστησίν του ήθελε να το γνωρίζη, αλλά δεν ημπορούσε να περιμένη μακρόν χρόνον διά να το μάθη.

Άφησε, Μανώλη ... έλεγεν η Πηγή προσπαθούσα να διαφύγη. Μπορεί νάρθη κιανείς ... Άφησέ με, σου λέω, Άνε μ' αγαπάς ... Επιτέλους, εξολισθήσασα από τον εναγκαλισμόν, έπεσεν εις τον «πατητηρόλακκον», δηλαδή εντός του αργαλειού. Αλλ' ο ερωτικός παροξυσμός του Μανώλη θα την παρηκολούθει και εκεί. Εννοείται δε ότι διέτρεχεν ο αργαλειός τον κίνδυνον να εξαρθρωθή και το υφάδι να κατακοπή.

Να, εκεί είνε το κτήμα του, υπέδειξεν ο ποιμήν, και έδειξε τον ελαιώνα του Μπάρμπα-Σταύρου. Μάλιστα, έκαμε και λάθος. Νά, έχασε τον δρόμο· από 'κεί έπρεπε να κάμη. Χωρίς άλλο αυτά είνε τα πατήματά τ', γνωρίζω εγώ τα ποδήματα του Κολλήγα. Έλεγεν ο Κομποδήμος και εσχεδίαζεν εις το συγκεχυμένον εκείνο χιονισμένον πεδίον. — Για φωνάξ' τε μια, βρε παιδιά! Και οι έξ τότε έβαλον κραυγήν φοβεράν.

Το πλέξιμόν της, το πλύσιμόν της, το ζύμωμά της, το μαγείρευμά της, όλα ήσαν απαλά και λευκά ως τα απαλά χεράκια της. Πολλοί νέοι εργατικοί, της τάξεώς της, την εζήτησαν εις γάμον, αλλ' αύτη ηρνείτο, ονειρευομένη αρχοντείαν, ή αποφασισμένη ν' ακολουθήση την συμβουλήν του πλοιάρχου. — Παλλάβωσες! Της έλεγεν η μητέρα της.

Όχι μακράν από εδώ, εις το καντόνιον Βαλαί, έλεγεν ο Ρούντυ, ήτο φωλεά αετού τεχνικωτάτη, κτισμένη κάτω από ένα υψηλόν προεξέχον χείλος βράχου· εκεί επάνω μέσα εις τη φωλιά ευρίσκετο μικρός αετιδεύς, αλλά αυτόν δεν ήτο δυνατόν να τον πάρη κανείς από εκεί μέσα!

το δώμα εκείνου ήλθε η θεά, η Αθήνη, μελετώντας τον γενναιόφρονα Οδυσσηά να φέρητην πατρίδα. ήλθετον πολυδαίδαλον κοιτώνα, όπου εκοιμώνταν 15το κάλλος και 'ς τ' ανάστημα θεοτική παρθένα, του Αλκίνου του υψηλόφρονα η κόρη Ναυσικάα. σιμά της δυο θεράπαιναις, με κάλλη των Χαρίτων, εις τα δυό πλάγια των λαμπρών θυρών, 'πού 'σαν κλεισμέναις. και ως αύρα εχύθη ανέμου αυτήτης κορασιάς την κλίνη, 20την κεφαλή της στάθηκεν επάνω και της είπε, με την μορφή της θυγατρός του θαλασσακουσμένου Δύμαντα, 'που 'χε ομήλικην και πολυαγαπημένην• αυτής ωμοιώθη, κ' έλεγεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη•

Διότι βουλής ουδεμιάς έχρηζον, αφού είχε διαλεχθή προς εμέ αύτη η πηγή της αληθούς βουλής και συνέσεως». Ο Πλήθων, εις το αυτό πάντοτε συμπέρασμα καταφθάνων, διηγήθη το μύθευμα τούτο εις πολλούς άλλους κατόπιν, και προς πάντας έλεγε: «Συναντιλήπτορας μόνον ζητώ», ως να έλεγεν: «Έχω ανάγκην οπαδών, όπως επεχειρήσω την μεταρρύθμισιν ταύτην». Εύρε δε ουκ ολίγους οπαδούς, ως είνε γνωστόν.

Διότι είχε πολλά παιδία ο γείτων' ουδ' αυτός ο ίδιος ήξευρε πόσα, — έλεγεν αστειευόμενος, οσάκις ηρωτάτο.

Ο αυτοκράτωρ τότε εμήνυσεν εις αυτόν ότι ήτο πρόθυμος να συνομολογήση ειρήνην. «Εάν εξακολουθώ να σε καταδιώκω, έλεγεν ο Ηράκλειος, ο σκοπός μου δεν είναι να πολεμώ, αλλά να σε αναγκάσω να κάμης ειρήνην. Τα δεινά, όσα επιφέρει ο πόλεμος, έλεγεν ο φιλάνθρωπος βασιλεύς, με λυπούν όσον και τους υπηκόους σου, τους εκ τούτου πάσχοντας. Αλλά συ με αναγκάζεις να ερημώνω τας χώρας σου.

Κ' έλεγεν, ότι ενώ άλλοι του δίνουν πολλά, απ' αυτούς δε θα πάρη τίποτα, παρά κι από τα δικά του ακόμη θα τους δώση· επειδή είχαν αναθραφή μαζί τα παιδιά κι όταν έβοσκαν είχανε δεθή μ' αγάπη, ώστε να μη μπορή εύκολα να τους χωρίσουνε· μα τώρα έχουνε κι ηλικία για να κοιμούνται μαζί. Αυτά κι ακόμη περισσότερα έλεγεν ο Δρύαντας, σαν να είχε γι' ανταμοιβή, άμα τους πείση, τις τρεις χιλιάδες.

Λέξη Της Ημέρας

αρματώση

Άλλοι Ψάχνουν