Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 27 Ιουνίου 2025
Και αυτός, όστις προ ολίγων στιγμών μόλις είχε την δύναμιν να βαδίζη, τώρα εξηγριώθη και έτριζε τα δόντια και έσφιγγε τους γρόνθους του εναντίον του Στρατή και της αδελφής του. Καλά το έλεγεν η Ζερβούδαινα ότι δεν ήτο δυνατόν παρά να μοιάζουν. Α τη μουστακάτη!
Θα συνάξουν από τον κόσμον τα «υπέρπυρα» και θα τον φορτώσουν με «πτυκτά». Και την κακήν ασθένειαν όπου έλεγεν ο Χρονογράφος, εκείνος ο γέρος ο γελαστός την εξηγούσε ότι είνε τα λούσα τα μεγάλα που θα μας φέρουν οι «ομογενείς», γιατί τα λούσα είνε κακή ασθένεια κολλητική σαν την πανούκλα. — Και τι είνε τάχα αυτοί οι «ομογενείς;» Ηρώτησεν ο Σπύρος, συγκινηθείς ολίγον και ακούων μετά προσοχής.
— Ω! εφώναξε, και επήδησεν οπίσω. Τον είδα! Τρομερόν πράγμα! Κατόπιν εκάθισαν πάλιν εις την τράπεζαν και έπιαν κρασί. — Να με πωλήσης την μάγισσαν, είπεν ο γεωργός. Σου δίδω όσα και αν θέλης. Σου δίδω έν κοιλόν χρήματα τώρα αμέσως. — Δεν ημπορώ, απεκρίθη ο μικρός Κλώσος, βλέπεις πόσον μου χρησιμεύει. — Ω! δος μου την, σε παρακαλώ, έλεγεν ο άλλος, και επέμενε να την αγοράση.
Εγώ τουλάχιστον, είπεν ο Σιμμίας, δεν ημπορώ να είπω· είναι όμως φανερόν ότι ο παραδεχθείς την γνώμην εκείνην τοιαύτα πράγματα θα έλεγεν.
Αλλά σφάλμα είνε εκ των μήλων ή των ποιητών τούτων, αν, έχοντες προχείρους Νίσους και Ευρυάλους, Φιλήμονας και Βαύκιδας, Σαβίνους και Επονίνας και μυρίους άλλους ασπίλους μηλοφάγους, επροτίμησαν αντί τούτων να υμνήσωσι την μητέρα του Μινωταύρου, φαγούσαν κατά λάθος μήλον εκ κήπου, ον είχεν επινεμηθή ο πατήρ του βδελυρού τεκνίου; «Παν μέτρον άριστον», έλεγεν ο σοφώτερος των πάλαι σοφών.
Και έτσι φέροντάς μου ένα ζευγάρι ζήλια εχόρευσα τόσον νόστιμα διαφόρων λογιών χορούς που τες έκαμα όλες να μη παύσουν από το να μου κάνουν χίλιους επαίνους· αχ και τι εύμορφα χορεύει, έλεγεν η μία· τι φωνήν εύμορφην και διαπεραστικήν που έχει, έλεγεν η άλλη· αν δεν είχε την κασίδα ημπορούσε να γένη ένας από τους πλέον θαυμαστούς μουσικούς.
Είνε αληθές ότι ήσαν τινες μεταξύ αυτών κακοί, σκληρόψυχοι όπως έλεγεν ο ενωμοτάρχης, αλλ' οι περισσότεροι ήσαν παλληκάρια και απ' αυτήν την ακράτητον προς τον παλληκαρισμόν τάσιν έγειναν τοιούτοι. . . Ας κατεδίωκεν, ας εφόνευεν, ας εξώντωνεν αυτούς ο ενωμοτάρχης· όχι όμως και να τους υβρίζη!. .
— Πόση ωραιότης! πόση ευτυχία! έλεγαν και οι δύο. — Η γη δεν έχει να μου δώση τίποτε περισσότερον, έλεγεν ο Ρούντυ. «Μία τέτοια βραδιά είνε ολόκληρη ζωή!
Ο νεαρός ναυτικός έκαμε την παρατήρησιν ότι το μέρος όπου είχον ναυαγήσει απείχε μίλια «από τα δυο νησιά», όπου ο επιστάτης έλεγεν ότι ευρίσκετο ο «αφαλός της θάλασσας». Ο χωρικός απήντησε· — Ναι, είνε μακρυά . . . δεν έχει να κάμη . . . ο αφαλός της θάλασσας τραβάει κι' από μακρυά τα πράμματα άμα πέση όξου κανένα καΐκι φορτωμένο . . .
Ο κόπος του ταξειδίου ήτο ανεπαίσθητος, παραβαλλόμενος προς τας ανησυχίας, τας οποίας εδοκίμαζεν ήδη από των τόσων διαδόσεων και από των πολλών των άλλων γυναικών παροτρύνσεων. — Τι κάθεσαι; της έλεγεν η μία. — Ακόμα εδώ είσαι; της έλεγεν η άλλη. — Ο Λαλεμήτρος 'ς την Αθήνα, μέσα 'ς τα χρυσά παλάτια, και συ κάθεσαι ακόμα; επανελάμβανον τα στόματα του χωρίου όλα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν