United States or Brunei ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σαν τρέλλα το θάρρειε να περιμένη τέτοιες ώρες Αγαδοπούλα να τον ανταμώση σ' εκείνα τα βαθιά τα σκότη. Και κει που τα συλλογιούνταν αυτά, ακούγει σιγανή περπατηξιά μέσα στα πεσμένα τα φύλλα. Ανατρίχιασε, τουρτούριξε από τη λαχτάρα, από την κρυφή τη χαρά. Το «πέκι εή» λοιπόν της Μελέκης παραμύθι δεν είταν.

Αντιλαλούσανε φωνές από τόπο σε τόπο, οι εργάτες που άρχιζαν και ξυπνούσαν, οι γυναίκες που τους τοίμαζαν το φαεί. Και στο χαμώγι του κάτω, και κει μουρμουρητά και σαλέματα. Κατεβάζει το τουφέκι του, χώνει στη ζώνη πιστολομάχαιρο, ξαναμαντιλώνει το κεφάλι του, κ' ίσια κάτου, από τη ξώσκαλα που έχει κάθε σπίτι στα μέρη εκείνα.

Τούτο το φοβερόν τέρας ήτον ένα Τελώνιον εναέριον από εκείνα τα πονηρά και ασελγή· ήτον μαύρον και φοβερόν, και εβαστούσεν επάνω εις το κεφάλι του μίαν πολύ μεγάλην κασέλαν γυάλινην, κλεισμένην με τέσσαρες κλειδονιές σιδερένιες· έφθασεν εις το λιβάδι, και απέθεσε την κασέλαν υποκάτω εις το δένδρον, εις του οποίου την κορυφήν ήσαν εκείνοι οι δύο Ρηγάδες, οι οποίοι βλέποντες τον κίνδυνον οπού ευρίσκοντο εστοχάσθησαν ότι είνε χαμένοι παντελώς.

Όταν άλλοτε από το ύψος του βράχου απέβλεπα εις την εύφορον κοιλάδα, από του ποταμού μέχρι των λόφων εκείνων, και το παν γύρω μου έβλεπα να βλαστάνη και να αναβλύζη· όταν έβλεπα τα βουνά εκείνα ενδυμένα από τους πρόποδας μέχρι των κορυφών με υψηλά πυκνά, δένδρα, τας κοιλάδας εκείνας με τους ποικίλους ελιγμούς των να ισκιώνωνται από τα τόσο όμορφα δάση και ο γλυκύς ποταμός παρέρρεε μεταξύ των ψιθυριζόντων καλαμιών, και κατώπτριζε τα προσφιλή νέφη, που μετέωρα στον ουρανό εσέρνονταν από τον γλυκό, εσπερινό αγέρα· όταν άκουα τότε τα πτηνά γύρω μου να εμψυχώνουν το δάσος και μυριάδες σμήνη κωνώπων εύθυμα εχόρευαν εις τας τελευταίας ερυθράς ακτίνας του ηλίου, και το τελευταίον σπαράσσον βλέμμα του αποσπούσε τον βομβούντα κάνθαρον από το χόρτον του· και ο συριγμός και η γύρω μου κίνησις με έκαμναν προσεχτικόν εις το έδαφος, και το βρύον, που από τον τραχύν του βράχου εκβιάζει την τροφήν του, και το σπάρτον, που βλαστάνει εκεί πέρα στον ξηρόν αμμώδη λόφον, μου εξάνοιγε την εσωτερικήν, διάπυρον, ιεράν ζωήν της φύσεως· πώς εδεχόμην όλα αυτά εις την θερμή μου καρδιά, αισθανόμουν τον εαυτόν μου μέσα στην πλημμυρούσαν αφθονίαν ως αποθεωμένον, και αι λαμπραί μορφαί του απείρου κόσμου εκινούντο εις την ψυχήν μου ζωογονούσαι το παν.

Αλλ' όμως, Σιμμία, είπεν ο Σωκράτης, να διηγηθώ εκείνα τουλάχιστον, τα οποία υπάρχουν, δεν μου φαίνεται βέβαια ότι χρειάζεται η τέχνη του Γλαύκου · το ν' αποδείξω όμως ότι είναι αληθινά μου φαίνεται τόσον δύσκολον, ώστε να μη φθάνη η τέχνη του Γλαύκου.

Αλλά το παράδειγμα των λωτοφάγων και των Σειρήνων μου φαίνεται ότι δεν ταιριάζει παντάπασιν εις εκείνα που έπαθα, καθ' όσον δι' εκείνους οι οποίοι έτρωγον τον λωτόν και ήκουον τας Σειρήνας το αποτέλεσμα ήτο ολέθριον, ενώ εις εμέ όχι μόνον ευχάριστον είνε, αλλά και προς το καλόν μου συντελεί• διότι δεν περιπίπτω εις λήθην και άγνοιαν, αλλ' αν θέλης να σου είπω όλην την αλήθειαν, εκ του θεάτρου επανήλθα πολύ συνετώτερος και οξυδερκέστερος και δύναμαι να είπω, όπως ο Όμηρος, ότι ο βλέπων το θέαμα εκείνο

Ούτε πάλιν αντιστρόφως ό,τι δεν βλέπω να το νομίσω ως κανέν από όσα βλέπω, Και τόρα πάλιν με συνδυασμόν, κανέν από όσα γνωρίζω και βλέπω και έχω το αποτύπωμα από την αίσθησιν, δεν είναι δυνατόν να νομίσω ως κανέν άλλο, από εκείνα τα οποία επίσης γνωρίζω και βλέπω και έχω και αυτών την αποτύπωσιν και την αίσθησιν.

Ξενοδόχος και οι λοιποί. ΞΕΝ. Καλέ σεις ούλοι εδώ στενε;... κ' ε θα με πληρώστεν εκείνα που φάγετεν κ' ίπγιτεν στη λοκάντα μου, που για σας έσβυσα διαβόντρου γυιοί; ΑΝΑΤ. Χινζ ποτές άντρωπο στη χάψι μέσα πλερώνει! ταμάμ πραματευτή... Χαρατζή μπιλέμ στη χάψι μέσα χαρατζή ντε υρεύει. ΞΕΝ. Ν' εν τ' όχεται στο νου σας να με πλερώστενε μαθές; να μου φάτεντε κι' εσείς το βιος μου, διαβόντρου κουλούκια;

Τα αναθήματα του Κροίσου εις τους Βραγχίδας των Μιλησίων, ως ακούω, ήσαν όμοια και ισοβαρή με τα εις τους Δελφούς σταλέντα. Ταύτα και εκείνα τα οποία έδωκεν εις τον Αμφιάραον προήρχοντο εκ της κληρονομίας του και της ιδίας του περιουσίας, τα δε άλλα ήσαν από την περιουσίαν εχθρού τινος όστις, πριν βασιλεύση ο Κροίσος, ωργάνωσε στάσιν διά να αναβή εις τον θρόνον των Λυδών ο Πανταλέων.

Περί δε των υπερβορείων ανθρώπων μήτε οι Σκύθαι μήτε οι άλλοι οι περί τα μέρη εκείνα οικούντες λέγουσι τι, πλην ίσως των Ισσηδόνων· ως νομίζω δ' εγώ, ούτε αυτοί δεν λέγουσι τίποτε, διότι εάν έλεγον τι θα το επανελάμβανον οι Σκύθαι, όπως πράττουσι τούτο και διά τους μονοφθάλμους.