Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 6 Μαΐου 2025
... Εκαθήμην μόνος εις μίαν άκραν της ακτής, και τα βλέμμα μου πλανώμενον συνήντα από καιρού εις καιρόν μίαν υψηλήν και λεπτήν γυναικείαν μορφήν, ορθίαν εις απόστασιν επί αλιπλήκτου βράχου και βλέπουσαν προς την δύσιν. Εν τω μεταξύ αι σκιαί επυκνούντο, ελαφροτάτη πνοή αύρας ήρχισε να ψιθυρίζη μυστηριώδεις λόγους εις την ακοήν μου και εις την λείαν επιφάνειαν της θαλάσσης διήρχοντο φρικιάσεις.
Εγώ δεν εκοιμώμην. Εκαθήμην στηρίζων την κεφαλήν επί του ιστού και έβλεπα τα νέφη και τους ανά μέσον των νεφών φαινομένους αστέρας, ο δε νους μου ήτο όλος εις την Ανδριάναν.
Ω! Θεέ μου, τι πρέπει να γείνη; Αφρίζων, παραλογιζόμενος, καταρώμενος έσεισα το κάθισμα, που εκαθήμην επάνω προηγουμένως, και το ετσάκισα επάνω εις το πάτωμα. Αλλ' ο θόρυβος εσηκώνετο πάντοτε, ο θόρυβος δεν έπαυσε ν' αυξάνη.
Διά τούτο όταν, εν τη δολιχοδρομία του, επανήλθεν εις το μέρος όπου εκαθήμην, εγερθείς ετάχθην παρ' αυτώ, και, — Με συγχωρείτε, είπον, κύριε Π., αλλά δεν ενόησα καλά τι με είπετε. — Και ήρχισα τρέχων μάλλον ή περιπατών μετ' αυτού. — Ήθελα να είπω, — απεκρίθη με τους οφθαλμούς πάντοτε ηδονικώς προσηλωμένους επί του άκρου του σιγάρου, — ήθελα να είπω ότι και εγώ κάμνω ακριβώς το ίδιο πράγμα.
Αλλ' από ημέρας εις ημέραν αι ελπίδες μας διελύοντο. Εφαίνετο προχωρούσα επί του σώματος του η ψυχρά της φθοράς χειρ. Μίαν νύκτα έμενα μόνος παρά το προσκέφαλον του ασθενούς, μόλις καταπείσας την μητέρα μου ν' αναπαυθή ολίγον εις το παρακείμενον δωμάτιον. Ο πατήρ μου ήτο εις βύθος ομοιάζον προς ύπνον. Με τας χείρας εσταυρωμένας εκαθήμην και τον έβλεπα, ο δε νους μου επλανάτο εις σκέψεις θλιβεράς.
Εκεί &εβίγλιζα&, ήτοι ήμην &καραούλι&· είχα δηλαδή σκοπιάν, μήπως φανή που ερχομένη ψυχή ανθρωπίνη, διαβάτου ή γείτονος, ώστε να τους δώσω εγκαίρως είδησιν να παύσουν, και να έλθουν ευπρόσωποι προς το μέρος που εκαθήμην. Εκόντευε μεσημέρι, και δεν είχεν ακόμη μισό μπόι βάθος ο λάκκος. Ο ιδρώς περιέρρεε τα μέτωπα και τους λαιμούς των. Εζήτησε να πίη νερόν ο Νικολός, αλλ' εστάθη.
Κ' εγώ, διότι σημειώσατε ότι εκαθήμην πλησίον του εραστού του ενός εξ αυτών, κ' εγώ λοιπόν αφού τον ώθησα λιγάκι με τον αγκώνα μου τον ερώτησα εις τι αρά γε τα δύο αυτά παιδιά κατεγίνοντο με τόσην σπουδαιότητα και του είπα: — Χωρίς άλλο πρέπει να είναι κάτι σπουδαίον και ευχάριστον πράγμα αυτό διά να καταβάλουν τόσην προσοχήν και σοβαρότητα.
Εκαθήμην κατά γης εις το βάθος του σταύλου, αντίκρυ της εισόδου. Χίλια έτη να ζήσω, δεν θα λησμονήσω την αποτρόπαιον εκείνην οπτασίαν! Αναπνοή εντός του σταύλου δεν ηκούετο. Ο Τούρκος εκτείνει τον πόδα, προχωρεί έν βήμα..... Αντήχησε διά μιας ο πάταγος υδάτων πατουμένων και βλάσφημος του Τούρκου εκφώνησις. ― Μόνον βρώμαι είναι εδώ. Δεν έχει τίποτε. Πηγαίνωμεν!
Εδοκίμασα κ' εγώ άπαξ, αλλά δεν ηδυνήθην να εργασθώ πλέον των δέκα λεπτών. — Δεν ξέρεις να σκάψης, μου είπεν ο Νικολός. — Δεν είναι για τα χεράκια σου, είπεν ο Γιαννιός. Εγώ εν τούτοις την περισσοτέραν ώραν εκαθήμην μόνος μακράν από την γινομένην σκαφήν, προς την νοτιοδυτικήν γωνίαν της πλευράς του μοναστηρίου, ολίγα βήματα παραπάνω από το μονοπάτι, το φέρον κάτω προς το ρέμμα.
Μετά το γεύμα εκαθήμην μετά του πληρώματος δίπλα του μαγειρείου. Είμεθα εξηπλωμένοι όλοι . . Αν και τον λυσίπονον επόθουν ύπνον, αγρυπνήσας όλην την νύκτα, όμως δεν με άφινον αι θελκτικαί διηγήσεις της Νεροφίδας.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν