United States or Western Sahara ? Vote for the TOP Country of the Week !


Θες να με κουζουλάνης, υγιέ μου, και μου τα λες αυτανά; Για μια ξένη, μωρέ, τυραννάς έτσα τη μάνα σου; — Δεν είνε ξένη. Με τόση αγάπη που μούχει μπορώ να τη θωρώ ξένη; Έτσα που μαγαπά την αγαπώ κ' εγώ, ετόλμησα και είπα.

Κυλούσανε τροφή για το τραπέζι του, πολύτιμα πετράδια για το ρουχισμό του, χρυσάφι και ασήμι για το νοικοκυριό· ξυλεία για τις χρείες του. Μα με τον καιρό οκνέψανε κ' εκείνα. Βαρέθηκαν να δουλεύουν άμυαλο και άδουλον αφέντη. Στράγγιξαν τα νερά τους, στέρεψαν τα πλούτη τους. Οπωσδήποτε το σπίτι έγινε. Είπα σπίτι ενώ μπορούσα να το ειπώ παλάτι. Τόσο είνε μεγάλο και πλατύ και καλοχτισμένο!

Αν δε εγώ, όταν είδα την γυναίκα μου, εκρατήθην και δεν την εσκότωσα, έκαμα φρόνιμα. Ήθελα και συ να μην είχες φονεύση τον Φώκον, τον αδελφόν σου. Αυτά τα είπα προς χάριν σου και όχι από οργήν. Εάν συ, παραφέρεσαι, αυτό οφείλεται εις το ότι συ έχεις μεγαλυτέραν την γλώσσαν, εγώ όμως θεωρώ κέρδος μου την φρόνησιν.

Μη γίνης δανειστής, μηδέ χρεωφειλέτης· συχνά τον φίλον χάνεις μ' όσα 'χεις δανείση, και αν δανεισθής, στομόνεις την οικονομίαν. Προ πάντων τούτο· αληθινόςτον εαυτόν σου να 'σαι, και θέλει ακολουθήση, ωσάν η νύκτα την ημέραν, να μη 'σαι ουδέτους άλλους ψεύτης. Χαίρε, και ό,τ' είπα θέλει ανθίση απ' την ευχήν μου. ΛΑΕΡΤΗΣ Ο υιός σου ταπεινώς σε χαιρετά, πατέρα.

Μα πώς, είπα τότε εγώ, σου φαίνεται ότι δύναται να διακρίνη κανείς εάν ένα πράγμα είναι ωραίον ή άσχημον, εάν δεν το γνωρίζη προηγουμένως καλά, εάν δεν είναι εντός της ουσίας του; — Βεβαίως όχι, μου απήντησεν. — Ε, γνωρίζεις λοιπόν εσύ, είπα, τι είναι αυτό το φιλοσοφείν; — Χωρίς αμφιβολίαν, μου είπε. Το γνωρίζω και πολύ καλά μάλιστα. — Τι είναι τέλος πάντων; τον ηρώτησα.

Αλλά και η τέχνη αυτή η οποία ηξεύρει να τα τιμωρή και να τα κάμη συγχρόνως καλύτερα, είναι η ιδία μ' εκείνην που ηξεύρει τα καλά και τα κακότροπα σκυλλιά ή είναι καμμία άλλη; — Όχι, είναι η ιδία τέχνη. — Θα θελήσης λοιπόν να παραδεχθής το ίδιον και διά τους ανθρώπους; του είπα.

Δεν ημπορούσα να ενθυμηθώ την στιγμήν που έπεσα εις τον λήθαργον, ούτε το μέρος όπου ευρισκόμην. Ενώ έμενα ακίνητος, και προσπαθούσα να τακτοποιήσω τας σκέψεις μου, το ψυχρό χέρι έπιασε τραχύτατα την παλάμην μου και την έσεισε με ανυπομονησίαν. Και η τραυλή φωνή επανέλαβε : — Σήκω! Δεν σου είπα να σηκωθής; — Και ποίος είσαι; ηρώτησα.

Κ' η φωνή της είχε έναν τόνο, σα να ήθελε να με μαλλώση, που δεν την ένοιωσα. — Ναι, ναι, είπα. Και χωρίς να νοιώθω τι έτρεχε μέσα πήγα κ' είδα το Σβεν να με κοιτάζη από το κρεββάτι μου, όπου είτανε ξαπλωμένος. — Δε γνωρίζεις τον μπαμπά, Σβεν; — Ναι, είπε ο μικρός με ξαφνισμένη φωνή. Δεν μπορούσε να νοιώση γιατί όλοι οι μεγάλοι είτανε τόσο ανήσυχοι.

Τον Αίαντα λόγου χάριν, όταν ανδρείως εμονομάχησε μετά του Έκτορος, «εις Αγαμέμνονα δίον άγον», ως λέγει ο Όμηρος, διά να λάβη την τιμήν να παρακαθήση εις το δείπνον του βασιλέως. Ο δε Ιδομενεύς και ο Νέστωρ καθ' εκάστην συνεδείπνουν μετά του βασιλέως, όπως είπα.

Κ' εγώ αστειευόμενος τους είπα: — Θέλετε, αφού εμείς δεν δυνάμεθα να δώσωμεν μίαν γνώμην εις το ζήτημα τούτο, να ρωτήσωμεν αυτά εδώ τα παιδιά; Ή θα εντραπούμε ίσως, καθώς αναφέρει ο Όμηρος διά τους μνηστήρας της Πηνελόπης, οι οποίοι, αφού δεν ηδυνήθησαν να τα καταφέρουν ρίχνοντες και ξαναρίχνοντες το τόξον, είχαν την αξίωσιν και ήθελαν να μην δυνηθή κανείς άλλος να επιτύχη;