Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ποταμάκια μικρά και χαριτωμένα περνούσαν γύρω στις ρίζες των ψηλών δένδρων και μικρές λίμνες, σπαρμένες μέσα στην πρασινάδα, καθρέφτιζαν τα πυκνόφυλλα κλαδιά με τους χρυσούς καρπούς. Και τα φιδωτά δρομαλάκια του περιβολιού ήσαν στρωμένα με ψιλή άμμο, από διαμάντια και ζαφείρια, που λαμποκοπούσαν στον ήλιο με χίλια χρώματα.

Εν τούτοις η νυξ εξηπλούτο ασέληνος και ζοφερά επί του δάσους, εις δε το σκότος εκείνο εσπινθήριζον απαισίως μεταξύ των φύλλων τα όμματα των γλαυκών και των λύκων. Η δύστηνος νεάνις μόνη εν τη φοβερά εκείνη ερήμω, ότε μεν συνεστέλλετο ακινητούσα παρά την ρίζαν γηραιάς δρυός, οτέ δε νέας δυνάμεις αντλούσα εκ φόβου έτρεχεν ως φάσμα νυκτερινόν μεταξύ των δένδρων.

Ο κίνδυνος ήτο ίσως δι' όλους ημάς, αλλά δι' εκείνον και μόνον εσκεπτόμην. Εφοβούμην δι' εκείνον. Ήθελα να τον εμποδίσω από του να με ακολουθήση. Αλλά πώς; Να τον διατάξω να επιστρέψη οπίσω; Επί τίνι προφάσει; Επροσπάθουν να εξεύρω τον τρόπον και δεν εύρισκα. Είχομεν φθάσει υπό την σκέπην των τελευταίων δένδρων.

Το εδέσαμεν με σχοινί μεγάλον και, αναβάντες εις τα δένδρα, μετά δυσκολίας το ανεσύραμεν• έπειτα το ετοποθετήσαμεν επί των κλάδων και αναπτύξαντες τα ιστία επλέαμεν όπως εις την θάλασσαν• το πλοίον ωθούμενον υπό του ανέμου εσύρετο επί των δένδρων• τότε δε ενθυμήθηκα και ένα στίχον του ποιητού Αντιμάχου ο οποίος κάπου λέγει: Τοίσιν δ' υλήεντα διά πλόον ερχομένοισι

Ο νους μου ήτο αλλαχού και ήκουα χωρίς να προσέχω, αλλ' ενετυπούντο εις την μνήμην μου αι εξοχικαί της σιωπηλής εκείνης νυκτός διαταράξεις, και η οσμή των ανθών, και τα παίγνια της σελήνης υπό των δένδρων τους κλώνους. Ότε έδυσεν η σελήνη, το δε σκότος εκάλυψε την εξοχήν, ηγέρθην, επεκαλέσθην την βοήθειαν του Θεού, και επροχώρησα προς τον δρόμον. Εβάδιζα άνευ δισταγμών, διότι εγνώριζα τι θέλω.

Οι δε Θηβαίοι, φυτεύσαντες κατά συμβουλήν των παρ' αυτοίς σοφών την παλαίστραν των νέων διά τοιούτων δένδρων, έδρεψαν εξ αυτών ου μόνον μήλα, αλλά και τρόπαια πολεμικά.

Εκεί επιπεσών εφόνευσε τους συνοδεύοντας τον Σταμούλην οθωμανούς, συλλαβών δε ζώντα τον βδελυρόν δήμιον απήγαγεν επί την κορυφήν του λόφου και τεταρτίσας αυτόν, εκρέμασε σταυροειδώς τα τεμάχια επί τεσσάρων δένδρων και έκτοτε η θέσις εκείνη επωνομάσθη Σταυροί.

Εις έτερον λιθοξόον, ουχί τούτου ελάσσονα, τερατωδέστερα έτι συνέβησαν εκ των διδύμων δένδρων.

Διήρεσε το κτήμα εις τέσσαρα μέρη· εις άμπελον, ελαιώνα, αγροκήπιον με πλήθος οπωροφόρων δένδρων και κήπους με αιμασιάς ή μποστάνια. Εγκατεστάθη εκεί, κ' έζη διαρκώς εις την εξοχήν, σπανίως κατερχόμενος εις την πολίχνην. Το κτήμα ήτον παρά το χείλος της θαλάσσης, κ' ενώ ο επάνω τοίχος έφθανεν εις την κορυφήν του μικρού βουνού, ο κάτω τοίχος, με σφοδρόν βορράν πνέοντα, σχεδόν εβρέχετο από το κύμα.

Η οδός επερνούσε από την ορμητικήν Λουτσίνην, η οποία διά πολλών μικρών χειμάρρων εξορμά από το μαύρον βάραθρον του Παγώνος του Γκρίντελβαλντ. Ως γέφυραι εδώ χρησιμεύουν ριγμένοι κορμοί δένδρων και ογκώδεις πέτραι.