Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Ιουνίου 2025


Και πάντοτ' ενθυμούμαι την ώραν εκείνην την αδελφήν του να κάθεται εις τον καναπέ και να πλέκη: Και τον Αντωνέλλον να ρίπτη μια ματιά εις τον δρόμον και μια εις την αδελφήν του, ενώ εκρατούσε πάντοτε μια μικρή αξίνη, ή κανένα χονδροψάλλιδο με το οποίον εκαθάριζε τα δένδρα του κήπου των.

Καλά το λέγει το ρητόν: Το αίμα θέλει αίμα . Ηκούσθη δένδρα να 'μιλούν και να κινούνται λίθοι, και από κίσσαις και κολοιούς και από καρακάξαις να έβγη έξαφνατο φως ο φόνος ο κρυμμένος!... 'Ξημέρωσε; ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Φιλονεικούν η Νύκτα και η 'Μέρα. Σκότος δεν είναι ούτε φως. ΜΑΚΒΕΘ Πώς σου εφάνη, 'πέ μου, να τον προστάξω τον Μακδώφ κ' εκείνος ν' απειθήση; ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Έστειλες άνθρωποναυτόν;

Σωκράτης Συγχώρησέ με, καλέ μου φίλε, τούτο, επειδή αγαπώ πολύ να μανθάνω· οι μεν λοιπόν τόποι και τα δένδρα δεν θέλουσι τίποτε να με διδάσκωσι παρά μόνον οι άνθρωποι εις την πόλιν.

Έβλεπε τα γιγάντεια δένδρα του κήπου, υπό την σκιάν των οποίων τόσας φοράς μετά της Μάρως ανεπαύθη, την λίμνην, το δάσος. . . Δεκαέξ χρόνοι, όλοι κι' όλοι, παρήρχοντο έμπροσθεν του, φαιδροί άλλοτε, πένθιμοι τόρα, ως νεκροί προσφιλείς εντός των σαββάνων των. Και όμως όλα αυτά αναγκάζετο να τα αφήση, να ρίψη μακράν τα καλλίτερά του χρόνια, και να πάγη ποιός ξεύρει εις ποίον τόπον!

Βουνά με τα δένδρα των και χωριά με τα σπίτια των όλα έφευγον, ως να τα είχε παρασύρει το ρεύμα του Ελλησπόντου ακατάσχετον. Έτρεχε το ρυμουλκόν ολοταχώς, έτρεχε και η σκούνα μαζί όπισθέν του, καμαρώνουσα, δεμένη, χαίρουσα. Νεόνυμφη που την εχόρευε ο μικρός κουμπάρος της, το ρυμουλκόν με συρματένιο μανδήλι.

Τοσαύτη δε φλοξ εγένετο, όσην ουδείς ουδέποτε μέχρι των χρόνων εκείνων είδεν αναφθείσαν υπό χειρών ανθρωπίνων· διότι, άλλως, συμβαίνει ενίοτε εις τα όρη, τα δένδρα των δασών τριβόμενα μεταξύ των υπό των ανέμων να ανάπτουν αυτομάτως και να αναδίδουν φλόγας.

Όταν δε εις τους παροξυσμούς της τρέλλας του εκάρφωνε τον πασαλήν εις τα δένδρα εφώναζε προς την κόρην της χήρας: — Ετσέ θα καρφώσω και το σκύλο το Σμυρνιό! Και μίαν νύκτα, ενώ ο Γιαννάκος μετέβαινε να κοιμηθή, διέκρινεν εις το σκότος άνθρωπον ενεδρεύοντα εις μίαν γωνίαν.

Είχαν κιτρινίσει και μαυρίσει αι ελαίαι, και ήσαν γεμάται από βούλες, και είχαν πέσει άκαιρα. Τόσα «υποστατικά», τόσα «μούλκια», τόσο «βιος», αγύριστα κτήματα, σχεδόν τσιφλίκια, ηπειλούντο να περιέλθωσιν εις χείρας των τοκογλύφων. Εγέννα ή όχι η γη, εκαρποφόρουν ή όχι τα δένδρα, ο τόκος δεν έπαυε. Ανελογίζετο αυτά, κ' έκλαιεν η ψυχή του.

Τα ψηλά δένδρα, ανάρηαανάρηα, έστεκαν ασάλευτα μέσα στον άτρεμον αέρα. Περπατούσαμε και δεν ξέραμε πού πάμε. — Πού πάμε; ρώτησα με πνιγμένη φωνή. Δεν ξέρω πού πάμε, μου είπ' ο Άλλος. Η καρδιά μου κτυπάει δυνατά.... Ύστερα σταματήσαμε. Δεν μπορούσαμε να πάμε μπροστά. Τα πόδια μας καρφώθηκαν στο χώμα. Με τα βαρειά βουνά, με τα μεγάλα δένδρα, με τα μαύρα σύννεφα, μείναμε ακίνητοι.

Ωσάν επί την άπειρον Θάλασσαν των ονείρων, Ολίγαι, απηλπισμέναι Ψυχαί νεκρών διαβαίνουσι Με δίχως βίαν· Ούτως από του Άθωνος Τα δένδρα, έως τους βράχους Της Κυθήρας, κυλίουσα Την άμαξαν βραδείαν, Ουρανοδρόμον· Η τρίμορφος Εκάτη Εθεώρει τα πλοία, Εις του Αιγαίου τους κόλπους Λάμνοντα αδόξως, φεύγοντα Διασκορπισμένα

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν