United States or Iraq ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' ότε η Γυνή με είδε περιπατούντα και μαδημένον, φαίνεται δεν με ανεγνώρισε, διότι ήκουσα να λέγη προς τον συνοδόν της: — Καλέ, κύτταξε εκεί! τι ελεεινόν πράγμα που είνε, ένας πετεινός, γυμνός σαν άνθρωπος! Τότε είπον κατ' εμαυτόν: — Φαίνεται, θα ήνε πολύ ωραίον πράγμα μία γυναίκα, ντυμένη σαν πετεινός!

Ύστερα από ολίγον βλέπω να κατέβη ένας άνθρωπος χωρίς φακιόλι και γυμνός, που είχε την μορφήν του βασιλέως· ελόγιασα ότι αυτός θα ήτον ο βασιλεύς.

Καθ' οδόν απέρριψε τον χιτώνα του, όστις ήρχιζε να τον καίη και έτρεχε γυμνός σχεδόν, φέρων μόνον επί της κεφαλής και του στόματος την στηθοδεσμίδα της Λιγείας. Όταν επλησίασε περισσότερον, ανεγνώρισεν ότι εκείνο το οποίον είχεν εκλάβει ως καπνόν ήτο νέφος κονιορτού, εκ του οποίου εξήρχοντο φωναί και κραυγαί ανθρώπων. Εν τούτοις έτρεξεν ακόμη προς την διεύθυνσιν των φωνών εκείνων.

Κι όταν εκείνη ερωτούσε τι άλλο είναι ακόμη από το φιλί κι από τ' αγκάλιασμα κι απ' αυτό το πλάγιασμα και τι στοχάζεται να κάνη αν γυμνός ξαπλωθή μ' αυτήνε γυμνή, ο Δάφνης είπε: — Αυτό που κάνουν τα κριάρια στις προβατίνες κ' οι τράγοι στις γίδες.

Ακούοντας λοιπόν εκείνοι τα συμβάντα, και βλέποντές με εις τοιαύτην ταλαιπωρίαν, έλαβον σπλάγχνα οικτιρμών εις εμένα· με επεριποιήθησαν, μου έδωκαν και έφαγα αρκετά, με ένδυσαν που ήμουν σχεδόν γυμνός, και όταν ετελείωσαν το φόρτωμα του καραβιού, με επήραν εις την συντροφιάν τους, και φθάνοντες εις το νησί που ήτον η πατρίδα αυτών, με επαράστησαν εις τον βασιλέα των· ο οποίος όντας βασιλέας μεγαλοπρεπής, ευγενικός, φιλόδωρος και ευεργετικός, αφού ήκουσε το ναυάγιον μου, και τα επακολουθήσαντά μοι δυστυχή συμβεβηκότα, με επαρηγόρησε, με επεριποήθην και επρόσταξε τους υπηρέτας του να μου δώσωσιν όλα μου τα χρειαζόμενα εις ανάπαυσιν και ζωοτροφίαν μου.

Περίεργον! τολμηρός αυθέντης, να κρατή ένα υπηρέτην, εστραμμένον προς το παρελθόν του! Και το παρελθόν του ήμην εγώ. Είχε λησμονήση ο Άνθρωπος την ληστείαν της νυκτός. Ναι, την είχε λησμονήση· και όμως τους καρπούς του εγκλήματος έφερεν η Γυνή επί της ιδίας κεφαλής της, — και την ιδέαν του εγκλήματος εντός αυτής. Εμαδήθην και απέμεινα γυμνός.

Γυμνός στον κόσμο μπήκα και θέλα βγω γυμνός, Ο κόσμος είναι ξένος, δεν έμεινε τινός. Μακριά λοιπόν φροντίδες ματαίων στοχασμών, Που κατατυραγνάτε με ηδονών χαμόν. Μου φτάνουν να 'χω μόνον υγιά, καλή καρδιά, Ζωής ευτυχισμένης τα μοναχά κλειδιά. Λεν ο κόσμος, η αγάπη Έχει βάσανα πολλά. Εγώ λέγω, πως σε ταύτο Δε στοχάζουνται καλά.

ΛΑΜΠ. Τι, έπρεπε να έλθω γυμνός, ω Ερμή, εγώ ένας βασιλεύς; ΕΡΜ. Βασιλεύς πλέον δεν είσαι, αλλά νεκρός• ώστε να ταφήσης αυτά. ΛΑΜΠ. Ιδού, απέρριψα τον πλούτον. ΕΡΜ. Και την αλαζονείαν ν' απορρίψης, Λάμπιχε, και την υπεροψίαν διότι θα δώσουν βάρος εις το πλοιάριον και τα δύο μαζή. ΛΑΜΠ. Τουλάχιστον να μου επιτρέψης να έχω το διάδημα και τον μανδύαν. ΕΡΜ. Όχι, αλλά και αυτά να ταφήσης.

Η Γραφή τουλάχιστον μας διδάσκει ότι ο Αδάμ, παρασυρθείς υπό της μωράς ελπίδος να γίνη όμοιος με τον Πλάστην του παρέβη τας θείας αυτού εντολάς· ο δε Θεός προς τιμωρίαν της απειθείας του εδίωξεν αυτόν του Παραδείσου, τον εστέρησε της αθανασίας, και μη αρκεσθείς εις τούτο προσέθεσε το σκώμμα εις την ποινήν, λέγων εις αυτόν, ενώ ίστατο ενώπιον του τρέμων, γυμνός και κατησχυμμένος «Ί δ ο ύ Α δ ά μ γ έ γ ο ν ε ν ω ς ε ι ς ε ξ η μ ώ ν! όπερ κατά τον Αγ.

Τότε ο Κατής εσηκώθη ευθύς γυμνός καθώς ήτον και με μέγαν φόβον, ήλθε με την Αροούγια, και τον έβαλε και αυτόν εις το δεύτερον ντουλάπι που είχε πάρει· και ωσάν τον έκλεισε καλά, του είπε να σταθή εκεί ήσυχος, και οπόταν παύση η ζήτησις του ανδρός της θέλει γυρίσει να του ανοίξη, και με τούτον τον τρόπον έβαλε και τον δεύτερον εις τα δίκτυά της.