United States or Indonesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η γραία έσυρε πάντοτε το καπίστρι, ως να ήθελε να βοηθήση την επίπονον πρόβασιν του ασθμαίνοντος υποζυγίου της· οι κακώς προσηρμοσμένοι τροχοί έτριζαν πενθίμως και το επ' αυτών βαρέλιον εξηκολούθει να ταλαντεύεται προς δεξιάν και αριστεράν ως μεθυσμένος βρακάς. Κατ' εκείνην την στιγμήν ο μεσημβρινός δαίμων μου ενεφύσησεν ιδέαν, ήτις μ' έκαμε να γελάσω.

Αίφνης ακούεται από των υψηλοτέρων θάμνων, όπου και αγκαθωτοί βάτοι, συρμός συνεχής ως κινουμένου μεγάλου και ογκώδους ερπετού. — Το φείδι! το φείδι! κραυγάζει η γραία μετά τρόμου και αποσύρεται. Αλλ' εν τη ταραχή της προσκρούει επί τινος ογκολίθου του ερειπίου και πίπτει μετά φωνών.

Είχεν αποκτήσει εις τούτο αδιαφιλονείκητον ειδικότητα, και ήτο η μόνη ενασχόλησίς του. Ευτυχώς δεν είχε τέκνα, αυτός δε και η γραία του απέζων από τα τελευταία λείψανα των δανείων, τα οποία είχε λάβει επ' υποθήκη του αρτίως εκπλειστηριασθέντος ελαιώνος του, ή από το αντίτιμον των δύο τελευταίων χωραφίων, τα οποία είχεν ο ίδιος πωλήσει.

Ο νέος τα έχασε και ηγνόει τι ώφειλε να πράξη, Η Αϊμά είχεν ανασηκωθή επί της κλίνης και εθεώρει με μεγάλους οφθαλμούς, βοηθεία του διπλού φέγγους, όπερ εισεχώρει διά της ανοικτής θύρας και διά της επωροφίου ρωγμής, τον Πρωτόγυφτον και τον Μάχτον, χωρίς να εννοή τι συνέβαινεν. Εν τοσούτω δε είχον αφυπνισθή υπό του συμβάντος θορύβου ο Βούγκος και η γραία Γύφτισσα.

Ήτο φερωνύμως κατάλληλον διά ν' ανακουφίζη τας λύπας, τους καϋμούς και τα βάσανα του κόσμου τούτου. Η γραία Αρετή απέθανε, και ο γυιός της ο Αλύπας την έθαψε «με τα χεράκιά του», ως ιερεύς και ως υιός, όπως αυτή ηυχήθη.

Ας είναι! είπε μετά στεναγμού η γραία. — Την άλλη νύχτα πάλι, ανίσως και δεν εύρης άλλο καταφύγιο εις μέρος πλειο κρυφό, και πλειο σίγουρο, έρχεσαι, και μου ρίχνεις ένα πετραδάκιαυτό το παράθυρο, ή στο μικρό μπαλκονάκι κατά το γιαλό, κατεβαίνω, σου ανοίγω, και σε κρύφτω πάλι στο κατωγάκι. — Καλά! . . . Μα, για κύτταξε, έφυγε ο Κυριάκος;

Όταν, μίαν ημέραν ήλθεν εις το σπίτι μου μία γραία, ήτις από τα φορέματα και την ομιλίαν έδειχνεν ότι ήτο ευγενής και με πολλές παρακλήσεις με κατέπεισε να υπάγω εις τους γάμους της θυγατρός της.

Να ετοιμάσουμε, μαθές. | — Όχι, κυρά-μητέρα! Όχι ακόμα! απήντησε θλιβερώς ο κυρ-Δημάκης· Η γραία-Αχτίτσα απελιθώθη. Τόσον βέβαιον εθεώρει το πράγμα, αφ' ης ημέρας ο κυρ-Δημάκης έδωσε τον λόγον του, ώστε εκοινολόγησε τούτο, ως είδομεν, και, χάρις τη γραία Φουλίτσα, τον αρραβώνα εγνώριζε πλέον όλον το χωρίον. Διά τούτο τώρα εμαρμάρωσεν η πτωχή μητέρα.

Ίστατο ήδη άναυδος και τρέμων προ της κλίνης της κυρά Βαγγέλης, ήτις τον εθεώρει μεν διά βλέμματος απλανούς, αλλά δεν τον έβλεπε. — Εγώ είμαι, θείτσα μου, Ο Γεώργης. Δεν είσαι καλλίτερα; . . . Καλλίτερα είσαι· δεν βήχεις διόλου. Και κατεφίλει δακρύων την κρεμαμένην έξω της κλίνης λιπόσαρκον χείρα της. Αληθώς η γραία δεν έβηχε πλέον, διότι . . . εψυχορράγει.

Έφραξε με την χείρα της το μικρόν στόμα, διά να μη φωνάζη, εκύτταξε προς το μέρος της λεχώνας, είτα προς την στρωμνήν εφ' ης έκειτο κουβαριασμένη η γραία. Η φωνή του βρέφους επνίγη. Μίαν χεριάν ακόμη εχρειάζετο να κάμη η Φραγκογιαννού. Με την άλλην χείρα, του έσφιγξε δυνατά τον λαιμόν . . . Είτα εμάζωξε το λεπτόν πανίον διά να το ρίψη πάλιν επάνω της στεφάνης.