Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 11 Ιουνίου 2025


Ήθελε να καμαρώση μια φορά νύμφας τας θυγατέρας τηςκαι τι ωραίας νύμφας! — Επεθύμει να σύρη τον χορόν εις τους γάμους της Δεσποινιώς της, και να κολλήση ένα μεγάλο ασημένιο εις το μέτωπον του παιγνιδιάτορος του γέρω Τζαχείλα οπού τον ετρόμαζαν όλα τα λαγούτα. Πλην ούτε ακτίς από το εύμορφον αυτό μέλλον υπέφεγγε.

Να το γκρεμίση από τα θεμέλια του το χαμηλόσπιτο που εγεννήθηκε και που τ' άφηκε μαζί με την τέχνη και με τ' αργαστήρι ο σχωρεμένος ο πατέρας του ο γέρω Αζώηρος, και να χτίση απανουθιό του μεγάλο κι αρχοντικό σπίτι, σεράι ολάκερο με τρία και με τέσσερα πατώματα.

Κατά το φαγητόν ο γέρω Βαγγέλης διηγήθη εις τον Δημήτρην, προς τον οποίον συνεδέετο διά παλαιάς φιλίας, το αίτιον της θλίψεώς του. Ο γέρω Βαγγέλης, πτωχός ποιμήν, είχε μίαν κόρην την Μπίλιω, την οποίαν είχεν αρραβωνίσει μετά του Νάσου, γείτονος βοσκού.

Μια 'μέρα αγνάντιατο νησί ακούστηκαν τουφέκια, Φωναίς πολλαίς, αλαλαγμός, σάλπιγκες, τουμπελέκια· Εσκότωσαν το γέρω Αλή. Πήραν το κάστρο απάνου. Πήρανε και τα Γιάννινα τ' ασκέρια του Σουλτάνου.

Αι νυκτοφυλακαί έπαυσαν, οι άνθρωποι ήρχισαν να εξέρχωνται εις τας εργασίας των και την νύκτα μέχρι του μεσονυκτίου μόνος ο Γέρω- Γιάννης, ο δημαρχικός κλητήρ, περιήρχετο την έρημον κώμην, φέρων το ωραίον καρυοφύλλι εις τον ώμον του και την τσακμακόπετραν εις το θυλάκιόν του.

Κύριε δήμαρχε, είπε, δεν καταλαβαίνω τι θέτε να κάμετε; πώς μαθές, ληστάδες είμεστα, ή φονιάδες; Δεν έχω μαθές δικαίωμα να παντρέψω τη θυατέρα μου; Στα τίμια πράματα δεν έχω κανεί ανάγκη! Και τα λεγε αυτά θυμωμένος, με πολλή αγανάχτησι. — Ίσια ίσια γέρω Μαρούπα, που δεν είνε τα πράματα τίμια!

Ο Δημήτρης τα εγνώριζεν όλα αυτά και συνετρίβετο η καρδία του εις τα δάκρυα του γέρω Βαγγέλη. Αίφνης εσκέφθη το εύρημά του, είδεν ότι τούτο ήτο ακριβώς εκείνο το οποίον ο βλαχοποιμήν εχρειάζετο διά την κόρην του.

— Κ' εγώ ήσκασα να καταφέρω τον Κεριάκο, είπεν ο Σερέτης· θαρρείς πως είν' εύκολα πράμματα, γούμενε; Θέλει να σ' ευκαριστήση μα και φοβάται το γέρω Κοντοπάνη. — Εσύ να τονε φέρης στου Μαρούπα, καθώς εμείναμε σύμφωνοι και τ' άλλα είν' εδική μου δουλειά. Αμέ ο παππάς ο Κρητικός; — Σύμφωνος· το δίχτυ έννοια σου είνε καλά βαλμένο, είπεν ο 'γούμενος και δε μπορεί παρέ να πιαστή.

Έκανε ταραχή ο γέρω νοικοκύρης, μα είχε και το νου του· πότε πότε έστηνε το γυμνασμένο αυτί του ν' ακούση κανένα μακρυνό κρότο ή εβύθιζε το βλέμμα του στο σκότος μέσα για να διακρίνη. Και για κάμποση ώρα ήταν ήσυχος. Ησυχία μεγάλη εκρατούσε στον κάμπο, όσο μπορούσε ν' ακούση τ' αυτί.

Ο άλλος, κοντότερος σεμνότερος, με το αρχαίον μωραΐτικον φελώνιον, του Γενάρχου μας κληρονομίαν ευσεβή, ο φιλοπαίγμων και γλυκύτατος γέρω Παπαδιαμάντης ο αλησμόνητος και πολυσέβαστός μου ιερεύς εκείνος οπού τόσον με αγαπούσε, και τόσον τον εσεβόμην, με τον οποίον έκαμνα κατόπιν όλας τας θρησκευτικάς μου εκδρομάς, ωμοίαζε τον αρχάγγελον Γαβριήλ.

Λέξη Της Ημέρας

βουλιάξω

Άλλοι Ψάχνουν