Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 16 Ιουνίου 2025
Αμά θανάσιμος οχτρός και χάρος μου είναι η Γάτα, Που την ανταίνω αδιάκοπα παντού σε πάσα στράτα 120 Που μέρα νύχτα ακοίμητη οχ το κοντό με παίρει, Ως να μπορέση η άνομη σ' εμέ ν' απλόση χέρι. Δεν τρώγω λαχανόφυλλα, σου λέγω την αλήθια. Δεν τρώγω ρεπανόπρασα, παζιά, και κολοκύθια. Αυτά είναι όλα για τ' εσάς τραπέζια πεναιμένα, 125 Που ζιήτε μέσα στα νερά, δεν είναι για τ' εμένα.
Ο Ίλιγγος έλαβεν εντολήν να πιάση τον Ρούντυ. «Μάλιστα! να τον πιάσω αυτόν!» είπεν ο Ίλιγγος, «αυτό δεν το μπορώ! το θηρίο η γάτα τον έχει διδάξει την τέχνην της. Αυτό το γέννημα ανθρώπου έχει δύναμιν ιδιάζουσαν, αλλόκοτον, που με απωθεί· δεν μπορώ να το φθάσω αυτό το παιδί, όταν κρεμιέται επάνω εις τους κλάδους, εκεί έξω επάνω από την άβυσσον.
Από τον ανοικτόν της στέγης φεγγίτην ήλθεν έξω η γάτα του δωματίου, και από την υδρορρόην της στέγης την επέρασε πέρα πέρα όλη και ήλθε εδώ κοντά της η γάτα της κουζίνας. — Ξέρεις νέα εις τον Μύλον;» ηρώτησεν η γάτα του δωματίου «εδώ είναι λαθραία αρραβωνιάσματα 'στο σπίτι.
Η γάτα του σπιτιού εστέκετο επάνω εις της σκάλες, εκύρτωνε την ράχη της και έλεγε: «Μιάου!» Αλλά ο Ρούντυ δεν εννοούσε τι του έλεγε· εκτύπησε· κανείς δεν τον άκουσε, κανείς δεν του άνοιξε την πόρτα. «Μιάου!» έλεγε η γάτα.
Ολότρεμη αυτή, και σαν το πουλί μπρος στη γάτα αποσκιασμένη κι ασάλευτη, μήτε λόγο μήτε γογγητό δεν ξεστόμισε, παρά έπεσε λιγόθυμη στο κατώφλι της θύρας.
Ενώ έμβαιναν εκεί, εγίνετο τρομερόν κακόν, διότι δύο οικογένειαι εμάλωναν διά μίαν κεφαλήν ψαριού, την οποίαν επί τέλους ήρπασε μία γάτα. Βλέπετε παπάκια μου, είπεν η πάπια. Αυτός είναι ο κόσμος. Και ετέντωσε τα μάτια της, διότι ενοστιμεύετο και αυτή την κεφαλήν του ψαριού. Σαλεύετε και σεις, εξηκολούθησε, και βλέπετε μήπως εύρετε τίποτε. Αλλά προσοχή!
Ω! 'ς την Αγγλίαν άγγελος ας ήτο να πετάξη να 'πή τα λόγια του Μακδώφ, προτού εκείνος φθάση, ώστε χωρίς αναβολήν να έλθη σωτηρία, 'ς την γην αυτήν που τυραννεί κατηραμμένο χέρι! ΑΓΚΟΣ Ευχαί μου θα συνώδευαν θερμαί το πέταγμά του! Σπήλαιον. Εν τω μέσω αυτού λέβης βράζων. Κεραυνοί. Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ Η γάτα τρις ως τώρα ενιαούρισε. Β’ ΜΑΓΙΣΣΑ Τρις 'μούγκρισε και μία ο σκανζόχοιρος.
— Έλα μοναχά μαζί μου έξω επάνω εις την στέγην!, του είχε πη η γάτα, και μάλιστα με πολύ σαφή τρόπον και καταληπτόν· διότι όταν είναι κανείς παιδί και δεν ηξεύρει ακόμη να ομιλή, όμως καταλαβαίνει πολύ καλά της κότες και της πάπιες.
— Έλα μαζί μου επάνω εις την στέγην Ρούντυ! ήτο βέβαια ο πρώτος λόγος, που του είπε η γάτα και ο Ρούντυ εκατάλαβε. «Ό,τι οι άνθρωποι λέγουν για κατρακύλισμα, είναι κενή φαντασιοπληξία! δεν πέφτει κανείς, αν δεν το φοβηθή προτήτερα. Έλα εσύ, βάλε το ένα πόδι έτσι, το άλλο έτσι! Δοκίμασε με τα μπροστινά πόδια να αισθανθής καλά. Πρέπει κανείς να έχη μάτια 'ς το κεφάλι και εύκαμπτα μέλη!
Νιαούριζε, σπαρτάριζε, κάρφωνε τα νύχια της στα φορέματα του. Μα εκείνος ήσυχος, με κρύο χαμόγελο την κύτταζε και τις τράβαε τ' αφτιά, της στραγγούλιζε τα πόδια, της έσφιγγε το κεφάλι. — Μα τι σου κάνει το ζω και το πιλατεύεις; του είπε ο Δημητράκης από τη θέση του. Εκείνος τη δουλειά του· η γάτα παράδερνε στα χέρια του και νιαούριζε απελπισμένα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν