Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 25 Ιουνίου 2025


Εις το μέρος εκείνο εσύχναζον πολλοί, άνθρωποι, βοσκοί και 'ξωμερίται κι' άλλοι. Η Γιαννού ήθελεν όσον το δυνατόν να μείνη αόρατος. Εκατηφόρισεν ακόμη, εισήλθεν εις το κάτω ρεύμα το βαθύ, το βαίνον προς την θάλασσαν, το καλούμενον Λεχούνι. Εκεί έφθασε μικρόν προ της ανατολής του ηλίου.

Και λοιπόν και τα ζώα τα εμοιράσθησαν κατά γένη και αγέλας ως θείοι βοσκοί οι δαίμονες, και έκαστος ήτο ανεξάρτητος εις όλα όσα διηύθυνε μόνος του, ώστε ούτε άγριον υπήρχε τίποτε, ούτε αλληλοφαγώματα, και ούτε πόλεμος ούτε διχόνοια όλως διόλου. Και ημπορούσε να αναφέρη κανείς χίλια άλλα, τα οποία συμβαδίζουν με αυτήν την διάταξιν των πραγμάτων.

Εσείς οι βοσκοί, είπε πάλιν ο Μπαρμπαρέζος σχεδόν με παράπονον, δεν ταγαπάτε τα γαλατερά, γιατί τάχετε κάθε μέρα και θαρρείτε πως δεν ταγαπούμε κεμείς. Και αφήσας τα γαλατερά, επανήλθεν εις την ανάμνησιν του πάππου του Μανώλη, όστις είχε φονευθή κατά την μεγάλην επανάστασιν. Του έπλεξε δε υπερβολικόν εγκώμιον, παρασκευάζων διά πλαγίας κολακείας επιδρομήν εις τον πλούσιον οίκον τον Σαϊτονικολή.

Οι βοσκοί ενωτισθέντες τον μονότονον ήχον ετινάχθησαν διά μιας επάνω, επέταξαν τας κάπας των, ενίφθησαν και έτρεξαν εις την Εκκλησίαν, κρατούντες τας λαμπάδας των.

Ποιος είνεΑσθενής φωνή απήντησεν. Αλλά δεν διέκριναν τας λέξεις. Αφού προέβησαν ολίγα βήματα παρεμπρός, οι βοσκοί πάλιν εφώναξαν: «Ε! ποιος είσαι; Πού βρίσκεσαι;» Η φωνή ευκρινέστερον απήντησε: — «Δω είμαι!... ελάτε παραδώ...» Και η φωνή επνίγη εις στεναγμόν. — Κάποιος θάπεσε κ' εγκρεμοτσακίσθη πουθενά μες το ρέμμα, εσκέφθη μεγαλωφώνως ο είς των βοσκών.

Ο ιερεύς εστράφη. — Τι τρέχει; — Δε ξέρου τι να είνε, είπεν ο βοσκός... βαθειά κάτ' χουιάζει... «πού είσαστε, πού είσαστεΝα πάρου μια λαμπάδα να πάου να ιδώ; — Να πας. Δύο ή τρεις άλλοι νεαροί βοσκοί και ποιμένες έλαβον αμέσως τας λαμπάδας των κι' έτρεξαν έξω.

Εισήλθον εις το καντόνιον Βαλαί εις τα νώτα του βουνού τα αντίθετα εκείνων, που βλέπει κανείς από το Γκρίντελβαλντ, αλλά μακράν ακόμη από την νέαν κατοικίαν. Άλλαι φάραγγες επαρουσιάζοντο, άλλοι βοσκοί, άλλα δάση, άλλα μονοπάτια, ως και αλλοιώτικα σπίτια και αλλοιώτικοι άνθρωποι, Αλλά τι είδους άνθρωποι!

Φρύγανα από το βουνό φέρνουν τα παιδιά. Τις αγελάδες του χωριού και τ' άλογα τα παίρνουνε δυο τρία παλληκάρια πρωί πρωί και τα βόσκουν. Πλανιώνται όλη μέρα τα ζώα στα λιβάδια, κι ακούς τα κουδουνίσματα τους στη σιγαλιά. Το βράδι τα γυρίζουν στο χωριό οι αγελαραίοι, κοπαδιαστά. Βοσκοί στο βουνό βόσκουν τα γιδοπρόβατα.

Καθώς από το σπήλαιον Εκβάς ο λέων πληγόνει, Σκοτόνει, διασκορπίζει Τολμηρών κυνηγών Πλήθος Αράβων. Καθώς εις τον χειμώνα Το νερόν υπερήφανον Του χειμάρρου κυλίεται, Και τα χωράφια χάνονται Βοσκοί και ζώα. Ή καθώς την αυγήν Εξαπλόνετ' ο Ήλιος, Και τ' άστρα τ' αναρίθμητα Από τον μέγαν Όλυμπον Πάντα εξαλείφει.

Κατόπιν εφάνησαν σφυρίζοντες αλλοκότως δύο ή τρεις βοσκοί με τας αγέλας των, τας οποίας ωδήγησαν παρά τον απότομον κρημνόν προς την θάλασσαν.

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν