United States or Falkland Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Συ δε πώς φαντάζεσαι ότι φέρεται εις τον πόλεμον ο παράσιτος; Εν πρώτοις δεν εννοεί να μεταβή εις την μάχην αν προηγουμένως δεν προγευματίση, το οποίον είνε και του Οδυσσέως η γνώμη. Ούτος τωόντι λέγει, ότι οι μέλλοντες να πολεμήσουν πρέπει να γευματίζουν προηγουμένως και αν ακόμη η μάχη αρχίση από της αυγής.

Μίαν νύκτα, υπό τα παράθυρα της ωραίας Φλωρούς, μεγάλη έρις και σύγκρουσις επήλθε μεταξύ δύο ομίλων. Η παρέα του Νίκου του πουργοτζή αργοπορούσεν υπό τον εξώστην της οικίας, τραγουδούσα το «Άστρο της αυγής» και την «Πάπια του γιαλού»· τότε έφθασεν η παρέα του Γιάννη του Καβούλη, ψάλλουσα τον «Διπλόν καϋμόν». Τότε αι δυο ομάδες ήλθον εις ρήξιν.

Μπήκα, πια τώρα σταληθινά τα βάσανα. Παν τα παιχνίδια, παν τα χρόνια που λάμπουνε στο πρόσωπό μας σαν το γλυκοχάραγμα της αυγής, κι αρχίζει δουλειά φοβερή μέσα στον ήλιο που τονε λένε ζωή· ήλιο που μας φέγγει να δούμε τι μεγάλο καλό είχαμε και το χάσαμε. Όχι πως δεν ξανάρχεται η χαρά.

Το όνομα «Θεσσαλονίκη» είναι μάγια φορτωμένο, αντιλαλεί σαν κανόνι, και λάμπει στα μάτια του λαού σαν το άστρο της αυγής, και μόνο αυτή να κάνουμε δική μας, ο Βενιζέλος δεν πέφτει από την Πρωθυπουργία, ― πράμα αδιάφορο. Ποιος θα κοτήσει τότε να βγάλει τσιμουδιά;

Κανείς δεν γηράσκει εις την νήσον των Μακάρων, αλλά μένει έκαστος εις την ηλικίαν την οποίαν έχει όταν έρχεται. Αλλ' ούτε νυκτώνει εκεί, ούτε η ημέρα είνε πολύ φωτεινή. Το επικρατούν φως είνε όπως το λυκαυγές, το μεταξύ της αυγής και της ανατολής του ηλίου. Μίαν δε μόνην ώραν του έτους γνωρίζουν• έχουν παντοτεινήν άνοιξιν και ο μόνος άνεμος όστις πνέει είνε ο ζέφυρος.

Πρόθυμος δούλος σας. ΕΠΙΣΤΟΛΗ Δη Αγρίνι 29 Μαΐου 1866. Αξιότιμε κ. εκδότα της «Αυγής»

Το αέρι, μοναχά το αέρι κι εδώ ας σου τραγουδήση τώρα, έτσι όπως της αυγής την ώρα σιγά στους κλώνους ψιθυρίζει, έτσι όπως χύνεται σαν μπόρα κι αφρούς τη θάλασσα γεμίζει.

Είχε τη χάρη της αυγής, της χρυσοστολισμένης, Σίντας προβαίνη ασύννεφη ψηλά στα κορφοβούνια, Κι’ όταν την έπιανε ο καημός κι’ αρχίναε το τραγούδι, Στέκονταν όλοι μ’ ανοιχτό το στόμα για ν’ ακούσουν, Κι’ από τη ζήλια την πολλή βουβαίνονταν τ’ αηδόνια.

Τότε η θεά του απάντησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη• «Ω ξέν', ήτ' είσ' ανόητος ήτ' έρχεσαι από πέρα, αν ερωτάς γι' αυτήν την γη• και όμως αυτή δεν είναι, όσο την έχεις, άγνωστη• πολλότατοι την ξεύρουν• την ξεύρουν και όσοι κατοικούν προς της αυγής τα μέρη 240 κ' εκείνοι 'πώχουν έμπροσθεν του σκότους τον αέρα• δεν είναι αλογοβόσκητη, νήσος πετρώδης είναι• αλλ' ούτε πάλι πάμπτωχη, αν και όχι εκτεταμένη• σιτάρι' αμέτρητα γεννά, κρασί γεννά ο τόπος• συχνά την βρέχουν η βροχαίς και την ραντίζ' η δρόσος• 245 γίδια και βώδια τρέφονται καλάτην χλωρασιά της, και κάθε δένδρου ζωογονούν τ' αστείρετα νερά της• όθεν η Ιθάκη ακούσθηκεν, ω ξένε, καιτην Τροία, 'που από την γην Αχαϊκή τόσον απέχει, ως λέγουν».

Πέντε φοραίς ως την αυγή ρίχνεται με τ' ασκέριτους τοίχους του Μεσολογγιού ο 'Μέρης λυσσασμένος Και πέντε γύρισε φοραίς 'μισός και 'ντροπιασμένος. Το Μεσολόγγι απάτητο τωύρε τ'ς αυγής τ' αστέρι. Τώμαθε η άλλη Ελλάδα, Κ' εσήκωσε 'περήφανο-'περήφανο το φρύδι.