Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 16 Μαΐου 2025


Είναι του Ραφαήλου, είπε ο συγκλητικός· τους αγόρασα πολύ ακριβά από ματαιότητα δω και λίγα χρόνια· λέγουν, πως είναι ό,τι ωραιότερο υπάρχει στην Ιταλία, αλλά μένα δε μου αρέσουνε καθόλου: το χρώμα είναι πολύ σκοτεινό, τα πρόσωπα δεν είναι αρκετά στρογγυλεμένα και δεν ξεκόβουν αρκετά· οι ενδυμασίες δε φαίνονται καθόλου νάναι από ύφασμα: με ένα λόγο, ό,τι κι' αν λένε, δε βρίσκω σ' αυτές μιαν αληθινή ομοιότητα με τη φύση: αλλά τέτοιου είδους δεν υπάρχουν.

Είντα με γνοιάζει μένα; Ας πάρη όποια θέλει, με γεια του με χαρά του, μα τη θυγατέρα μου να μην τήνε πειράζη. — Δε θα τηνε ξαναπειράξη. Και μένα δε μ' αρέσουνε αυτές η κουζουλάδες και θα του μαζόξω τα χαλινάρια. — Καλά θα κάμης, γιατί δε θα του βγη σε καλό. Την εσπέραν ο Σαϊτονικολής μετέβη εις το σπίτι του με την απόφασιν να επιπλήξη πολύ αυστηρώς τον Μανώλην.

Ποια να σ’ εγέννησε λοιπόν από τας Νύμφας με τον Πάνα, τον Θεόν των βουνώντάχα του Απόλλωνος αγαπημένη; Γιατί του αρέσουν τα βοσκοτόπια. Μήπως ο Ερμής ο Κυληναίος ή μήπως ο Διόνυσος σ’ έφερε εσένανε στο φως με κάποιαν Ελικωνιάδα νύμφην; Γιατί του αρέσουνε μαζί τους τα παιγνίδια.

Τι να σας πω; Μου φαίνεται πως γίνεται τότες το μυθιστόρημα πιο γενικό, με πιο γενική ψυχολογία, με πιο γενικό νόημα, που μπορεί αμέσως πιο έφκολα να το καταλάβη κι ο Άγγλος κι ο Γάλλος κι ο Ρωμιός, γιατί παντού το κάτω κάτω είναι ίδια η ψυχή, δε μοιάζουν όμως οι τόποι, δε αρέσουνε σ' όλους, δε διαβάζουν όλοι τις περιγραφές, μα η αθρώπινη ψυχή, στους θυμούς της, στην αγάπη της, στους καημούς της, στα πάθια της, που όλους το ίδιο μας τυραννούνε, όλους θα μας συναρπάξη, κι αφτά τα διαβάζουνε όλοι.

Βγενιό, της είπε μία, να βάλης στη ροδαρά σου και καρδαμουλίδες. — Γιάειντα καρδαμουλίδες; ρώτησε άλλη. — Γιατί θαρέσουνε του Δημητρού. — Η καρδαμουλίδες ταρέσουνε; — Δεν αρέσουνε των αφορδακώ; Το Βγενιό θύμωσε. — Εκείνος που μ' αγαπά, μωρή, δεν είν' αφορδακός. Είνε καλλίτερος από κείνο που θα πάρης εσύ. Δεν αφήκαν απείρακτο και το Βαγγελιό και μένα μαζή.

Παρατήρησε το θυμό της ο τρελλός κ' είπε: «Βασίλισσα Ιζόλδη, δε θυμάσαι τότε που, μισοπεθαμμένος από το φαρμακωμένο σπαθί του Μόρχολτ, περνώντας τη θάλασσα, με την άρπα μου μοναχό σύντροφο, ήρθα μέχρι τ' ακρογυάλια σας, της Ιρλανδίας; Μ' εγιατρέψατε. Δε θυμόσαστε πεια, Βασίλισσα;» Η Ιζόλδη απάντησε; «Φύγε από δω, τρελλέ, ούτε τ' αστεία σου μ' αρέσουνε ούτε συ ο ίδιος».

Δεν τώβλεπε τάχα; Άμα γίνεσαι βάρος σ' ένα σπίτι, δεν το καταλαβαίνεις; Τούδωκα να καταλάβη πως οι συχνοβίζιτες δε μ' αρέσουνε. Αυτός τίποτε. Πού τον έχανες, πού τον εύρισκες, στο σπίτι μου. Επί τέλους ανθρώποι είμαστε, θέλει να πη κανείς κ' ένα λόγο με τη γυναίκα του. Ο ξένος πάντα ξένος είνε. Μια μέρα τ' αποφάσισα και του μίλησα. «Άκου, Σταύρο, του είπα...» — Δε βαρειέσαι! τον έκοψε ο Μήτσος.

Κακή! της είπε ο νέος χαϊδευτικά, δίνοντάς της ένα φιλί. — Δεν είμαι κακή· διαμαρτυρήθηκε η κόρη γλαρωμένη· μα μου αρέσουνε οι θυμοί του· είνε τόσο αστείοι!.. Ο Δημητράκης δε ρίχτηκε με τα μούτρα μόνον στη δουλειά μα και στη μελέτη! Αλήθεια έδινε τα πρωτεία σε κείνη· και τούτη όμως δεν την αμελούσε. Η μία ήταν απόλυτη ανάγκη για τη ζωή του· μα κ' η άλλη ήταν το ίδιο για το πνεύμα του.

Και πιστεύω πως έ ν α ς άνθρωπος μπορεί ναξίζει περισσότερο από τα πλήθη των ανθρώπων: Μ' αρέσει ο άνθρωπος, δε μ' αρέσουνε τα πλήθη με τη χοντροκοπιά τους. Έχουν βέβαια δύναμη τα πλήθη, αλλά και ο ένας άνθρωπος έχει δύναμη πιο τρανή και πιο όμορφη. Δεν πίστεψα ποτέ πως οι μεγάλοι άντρες έπεσαν από τον ουρανό, ούτε πως ξέρουν «εξ αποκαλύψεως» μυστικά που δεν τα ξέρει το πλήθος.

Όλα αυτά είναι πολύ όμορφα. — Μ' άρεσαν ακόμη, είπα, οι σχέσες των αφεντικών με τους δούλους. Τ' αφεντικά φέρνονται με μεγάλη καλωσύνη, οι δούλοι, μ' απλοϊκή ελευθερία μα και με βαθύ σεβασμό και με τον πόθο ν' αρέσουνε στ' αφεντικά.

Λέξη Της Ημέρας

ταίριαζαν·

Άλλοι Ψάχνουν