Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025
Πέντε μήνες είχε παπάς και δεν τούχε τύχει στην ενορία του τέτοιο ξαφνικό, νύχτα ώρα. Υγεία βασίλευε στο νησί. Κάνα δυο γέροι είχαν πεθάνει άξαφνα, είχανε μείνει στον τόπο, που ούτε πρόφτασαν να τους μεταλάβουν. — Τι λες, ευλογημένε; Είμαι κι' ανήμπορος. Με τάραξε θέρμη σήμερα. Πώς να κινήσω νάρθω, με τέτοιον καιρό; — Για το Θεό, παπά μου. Ψυχή άνθρωπου χάνεται. Πρόφτασε!
Τα δυο παιδιά έπιασαν τα κουπιά, αβαράρησαν από το μπρίκι και άρχισαν να λάμνουν. Η βάρκα ερχότανε κατά το μέρος του καφενέ. Ο Μελιγκόνης, ο Πεφάνης και τα γεροντάκια κύτταζαν, ακούνητοι, καρφωμένοι, αμίλητοι, τη βάρκα που ζύγωνε. — Ο Μοναχάκης! Φώναξε πρώτος ο Μελιγκόνης με πιασμένη φωνή. — Ο Μοναχάκης! Το Μοναχάκη βγάζουν... Ο Μοναχάκης ανήμπορος! Καλότυχε Μοναχάκη, τι κακό σου ήρθε;
Ένα αεράκι, που είχε πάρει απ' τη στερηά, του δρόσισε το βρεμμένο κούτελο του, σα βάλσαμο· συνέφερε. — Δεν είσαι καλά, παπά μου, είπε ο εκκλησιάρης, σαν βγήκαν απ' την πόρτα. Η όψι σου είναι σαν το αγιοκέρι. — Σου το είπα, παιδί μου. Ανήμπορος σηκώθηκα κ' ήρθα. Με είχε ταράξει θέρμη αποβραδύς. Σύγκρυο. Ντρεπότανε να φανή λιγόψυχος. — Τι να κάνης, παιδί μου, ξαναείπε. Βαρειά η καλογερική.
Ο Αλυφαντής έστριψε το σοκάκι. Ο Παπα-Παρθένης έφτασε στην εκκλησιά, μουρμουρίζοντας· χτύπησε στο κελλί του εκκλησιάρη, τον ξύπνησε κι' ανοίξανε την εκκλησιά. Ο εκκλησιάρης ήτανε μαθημένος από τέτοια ξαφνικά· λαγοκοιμώτανε πάντα. — Και είμαι κι' ανήμπορος, που λες, παιδί μου! Τι να κάνης όμως; Ψυχή ανθρώπου χάνεται! είπε. Μπήκανε στην εκκλησιά.
Του επρόβαλαν καμπόσοι Με καρδιάς κι' αγάπης ζέση Το γιατρό να προσκλέση. Τώρα αυτός και την αρρώστια, Και τον κίντυνο λογιάζει, Μον τα έξοδα τρομάζει. Ένας φίλος του αστείος, Με σκοπό να χορατέψη, Του είπε· μήπως εξοδέψη Πλιο παράνω στη θανή του, Αν απόμνησκεν ακόμα Έτζι ανήμπορος στο στρώμα. Τότε πλιο εκαταζαλίστη· Παντοχή και θάρρος χάνει, Και φωνάζει· θα πεθάνη.
Θα το πιη το κρασί, κ' ύστερα θα μας τραγουδήση κιόλας ταναγνωστάκι. Στεφ. Αφήστε με, να σας χαρώ, κ' είμαι ανήμπορος. Β' Παλικ. Εσύ άρρωστος, μωρέ κατεργάρη; Τίνος τα ψέλνεις αυτά; Τάχα να σε χτύπησ' η πούλια, εκεί ανάμεσα στις πορτοκαλιές; Α' Παλικ. Πιέ το, καψούλη, και τόχυσα πάνω σου. Β’ Παλικ. Με τις υγειές σου. Έλα το τραγούδι τώρα. Το τραγούδι, το τραγούδι. Στεφ.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν