Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 20 Ιουνίου 2025


Η θεια-Αννούσα, γραία εβδομήκοντα ετών, πλην ισχυράς κράσεως, είχε μεταβή προ μηνών εις τον Πειραιά, να συναντήση τον υιόν της, εργαζόμενον εν τω σταθμώ του σιδηροδρόμου Πελοποννήσου και έμεινεν εκεί αρκετόν καιρόν. Κατόπιν όμως, επειδή ο υιός της μετετέθη, προβιβασθείς, εν τω σταθμώ Αθηνών, ανήλθεν εις Αθήνας, και η γραία μετ' αυτού.

Μετ' ολίγον επιστρέφων εις την κωμόπολιν ο Δημήτρης, παρετήρησεν εις το μέρος όπου επέζευσεν ο ξένος ογκώδες ερυθρόν πορτοφόλι. Εσκέφθη ευθύς ότι θα έπεσεν εκείνου και ανήλθεν επί τινος υψώματος, κατοπτεύων τον δρόμον, αλλ' ο ξένος δεν εφαίνετο πουθενά. Ο Δημήτρης ήτο τίμιος άνθρωπος· εάν ήτο εις καμμίαν πόλιν θα προσήρχετο ευθύς να παραδώση το εύρημά του εις την δημαρχίαν.

Επετάχθη αμέσως, βιαιότερος τώρα ο καπετάν-Φώκας, ως να τον ώθησε κανείς, και ανήλθεν επάνω εις το κατάστρωμα. Μαύρη νυξ εκάλυπτε τον λιμένα της ερημίας εκείνης, ηρεμούντα, οπού φώτα αμυδρά εδώ κ' εκεί έφεγγον, τα φώτα των καταφυγόντων εν αυτώ πλοίων.

Την ιδίαν στιγμήν από το υπόγειον εξήλθε γέρων τις ενδεδυμένος μανδύαν με κουκούλαν, αλλά με την κεφαλήν ασκεπή και ανήλθεν επί τινος λίθου ευρισκομένου πλησίον της πυράς. Παρετηρήθη κάποια κίνησις εις το πλήθος, φωναί τινες πλησίον του Βινικίου εψιθύρισαν. Ο Πέτρος! ο Πέτρος! Μερικοί εγονάτισαν· άλλοι έτειναν τας χείρας προς αυτόν.

Περί τίνος Ζακχαίου ομιλεί; — Αύτη είνε η Φήμη των ανθρώπων, την οποίαν κάποιος θεός εδημιούργησεν εν ώρα μέθης. Βλέπεις το δένδρον εκείνο; είνε αυτή η συκομωρέα, εφ' ης ανήλθεν ο Ζακχαίος διά να ίδη τον Ιησούν.

Ο δε και τον αιθέρα περισκοπεί και τους υπέρ την οικουμένην περιποιείσθαι βουλόμενος». Εις τοιούτον ανυπέρβλητον μέγεθος και ύψος δυνάμεως ανήλθεν επί του Ιουστινιανού το κράτος προ των οφθαλμών του έξω κόσμου.

Ο βράχος, εφ' ον ανήλθεν ο άγνωστος, ήτο το εκφαντότερον μέρος της μικράς κοιλάδος. Ήτο όλος περίοπτος. Εκεί η λάμψις της σελήνης κατέπιπτε καθαρωτέρα και ο Βράγγης είδε τότε ή τω εφάνη ότι είδεν, ότι το δέμα όπερ εκράτει ο παράδοξος άνθρωπος εις τους βραχίονας, εκινείτο, ως να ήτο έμψυχον.

Ο Τρέκλας μαθών άπαξ ό,τι επεθύμει, περιέμεινε μεθ' υπομονής την στιγμήν καθ' ην απεμακρύνθη η Βεάτη εκ του μαγειρείου, και τότε έσπευσε ν' αναβή τας λιθίνας και ευρωτιώσας βαθμίδας της κλίμακος, ήτις ανήγεν εις το πρώτον πάτωμα, και εκείθεν ανήλθεν εις το δεύτερον και εις το τρίτον. Τέλος έφθασεν εις το υπερώον, όπου ήτο κεκλεισμένη η Αϊμά.

Τω όντι, ούτε η ιδέα δεν του ήλθε του πτωχού αιπόλου, του βόσκοντος ολίγας αίγας εις το κατάμερον των Τριών Σταυρών, να ζητήση παρά του μπάρμπα-Δήμου να του ρίψη την σχοινίνην κλίμακα ή να του καταβιβάση τον κάλων με την αρπάγην και την θηλειάν, δι' ης ανήλθεν εις την Ταράτσαν του φρουρίου ο παραγυιός του, κατά την αφήγησιν του πυλωρού· αλλά πρώτον ήλπιζεν ότι οι πειραταί δεν θα υπωπτεύοντο το παρ' αυτού γενόμενον διάβημα, έπειτα αυτός, όστις εγνώριζεν όλους τους κρημνούς και όλα τα μονοπάτια, εγνώριζεν επίσης και όλα τα σπήλαια και τας κρύπτας, τας ανοιγομένας ανά τας βραχώδεις βορεινάς εσχατιάς της νήσου.

Εγώ να πάρω τον Πατούχα, να με πούνε Πατούχαινα, εγώ, εγώ! ... Σκίσου γης και βάλε με! Μα με τα σωστά σου μου το λες; — Με τα σωστά μου, απήντησε με ήρεμον πείσμα η χήρα. Δε θα βρης καλλίτερο. Η Μαργή ητένισε την μητέρα της, κατακόκκινη εξ οργής. Κάποιος βαρύς λόγος ανήλθεν εις τα χείλη της και τον κατέπιεν. Έπειτα είπε με την αυτήν έξαψιν: — Αν είν' αυτός για μένα, να μη δω μοίρα!

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν