Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 20 Ιουνίου 2025


Διότι η γέννησις αποτελεί το αειγενές και αθάνατον εις την θνητήν αυτού φύσιν. Ο πόθος δε του αγαθού αναγκαίως συνυπάρχει μετά του πόθου της αθανασίας, όπως συνάγεται εξ όσων είπαμεν, αφού έρως είνε η επιθυμία του έχειν το αγαθόν διά παντός. Εκ τούτου έπεται κατ' ανάγκην ότι ο Έρως είνε και της αθανασίας έρως.

Είναι το έργον τούτο αθάνατον μνημείον του Ιουστινιανού υπέρ παν άλλο έργον του και κατέστησε διά παντός ένδοξον και το όνομα και την μνήμην του μεγάλου βασιλέως εις την ιστορίαν του πολιτισμού και της επιστήμης.

Ως προς δε το λοιπόν υμείς συνυ- φαίνοντες το θνητόν με το αθάνατον δημιουργείτε και γεννάτε τα ζώα, και δίδοντες τροφήν αυξάνετε αυτά και όταν αποθνή- σκωσι, δέχεστε αυτά πάλιν.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΓ'. &Οι Θεοί της μυθολογίας είναι παραδόσεις, ας καλόν είναι να δεχόμεθα, αλλ' άνευ συζητήσεως. Ο Δημιουργός καλεί νυν τους γενητούς Θεούς να πλάσωσι κατά μί- μησιν αυτού τα άλλα είδη ζώων, αυτός δε ως αθάνα- τος δημιουργεί πρώτον το αθάνατον μέρος των ζώων.& Περί δε των άλλων δαιμόνων να είπωμεν και να γνωρίσω- μεν την γένεσιν αυτών είναι έργον υπερβαίνον τας δυνάμεις Ε. | ημών.

Βεβαιότατα, είπεν ο Κέβης. Και λοιπόν, εξηκολούθησεν ο Σωκράτης, εις τοιαύτην κατάστασιν ευρισκομένη δεν μεταβαίνει εις το όμοιον με αυτήν, το αόρατον, το θείον εν ταυτώ και αθάνατον και σοφόν, όπου, αφ' ού φθάση, ανήκει εις αυτήν να είναι ευτυχής, ελευθέρα από πλάνην και άγνοιαν και φόβους και αγρίας επιθυμίας και από τα άλλα ανθρώπινα κακά, καθώς δε λέγουν διά τους λαμβάνοντας μέρος εις τα μυστήρια, περνώσα αληθινά τον επίλοιπον καιρόν μαζί με θεούς.

Αλλά δεν είναι διόλου χρεία τουλάχιστον διά τούτο, είπεν ο Κέβης, διότι ποίον πράγμα θα απέφευγε την φθοράν, αν βεβαίως εκείνο, το οποίον είναι αθάνατον και αναλλοίωτον, δέχεται φθοράν; Ο δε θεός βέβαια, είπεν ο Σωκράτης, και η ιδέα της ζωής, και κάθε άλλο πράγμα, το οποίον είναι αθάνατον, δεν ημπορεί παρά όλοι να βεβαιώσουν, καθώς νομίζω, ότι ποτέ δεν φθείρονται.

Το μεν να βεβαιώση κανείς ότι αυτά είναι έτσι, όπως εγώ τα διηγήθην, δεν αρμόζει εις άνθρωπον, ο οποίος έχει νουν· ότι όμως ή ταύτα υπάρχουσι πραγματικώς ή κάποια άλλα παρόμοια οία τας ψυχάς μας και τας κατοικίας των, επειδή βεβαίως η ψυχή φαίνεται ότι είναι πράγμα αθάνατον, μου φαίνεται ότι τούτο και αρμόζει και αξίζει τον κόπον να κινδυνεύση κανείς να πιστεύση ότι είναι έτσι.

Ουδέποτε θνητός εφαντάσθη τηλικούτον κάλλος ευαρμοστούν μετά τοσαύτης σεμνότητος, οίαν ενέφαινον αι εννέα αύται αγλαόμορφοι αδελφαί, αίτινες ωμοίαζον προς αλλήλας κατά την λαμπρότητα, αλλ' άλλη άλλο είχεν αθάνατον δώρημα διακρίνον την μορφήν αυτής από πασών των λοιπών.

Κ' οι δύο κείνοι, την γλυκειάν αγάπη αφού χαρήκαν, 300 με ηδονή λόγους πολλούς ελέγαν μεταξύ τους. έλεγεν όσα υπόφερετο σπίτ' η γυνή θεία, την πάγκακη συνάθροισι να βλέπη των μνηστήρων, οπ' εξ αίτιας της πολλούς μόσχους και αρνιά παχεία έσφαζαν και από το κρασί τους πίθους αδειάζαν. 305 και πάλιν ο διογέννητος της έλεγε Οδυσσέας, πόσους ερήμωσε θνητούς και πόσ' έπαθ' εκείνος. άκουε κείνη με ηδονή και δεν της έπεφτ' ύπνοςτα βλέφαρα, πριν όλ' αυτός με τάξιν ιστορήση. και άρχισε πώς τους Κίκοναις ενίκησε, κατόπι 310 πώς έφθασετην κάρπιμη των Λωτοφάγων χώρα, πόσ' έπραξεν ο Κύκλωπας, και αυτός πώς εκδικήθητον άσπλαχνον 'που του 'φαγε τους ποθητούς συντρόφους·τον Αίολο πώς έφθασε, 'που ολόψυχα τον δέχθη, και τον προβόδατην γλυκειά πατρίδα του, αλλά μοίρα 315 δεν ήτο ακόμη, και άνεμος σφοδρός τον πήρε πάλι εις τα ιχθυοφόρα πέλαγα τον αναστεναγμένον. πώς πήγετην Τηλέπυλη των Λαιστρυγόνον χώρα, 'που σύντριψαν τα πλοία του και τους λαμπρούς συντρόφους όλους· και αυτός μ' ολόμαυρο καράβι εσώθη μόνος· 320 της είπ' όσα σοφίσματα και δόλους είχε η Κίρκη·του Άδη πώς κατέβηκε τ' αραχνιασμένο δώμα, να ερωτήση την ψυχή του μάντη Τειρεσία, με καράβι πολύσκαρμο κ' είδ' όλους τους συντρόφους, και κείνην 'που τον γέννησε και γλυκανάστησέ τον. 325 το λάλημα πώς άκουσε των ηχηρών Σειρήνων·ταις Πλαγκταίς Πέτρας, 'ς την δεινή Χάρυβδι, πώς ευρέθη, 'ς την Σκύλλα, οπού δεν πέρασε θνητός χωρίς να πάθη· οι σύντροφοι πώς φόνευσαν τα βώδια του Ηλίου· πώς με φλογώδη κεραυνόν ο υψηλοβρόντης Δίας 330 του 'σχισε το καράβι του, κ' οι σύντροφ' οι γενναίοι χαθήκαν όλοι, κ' έφυγε την μαύρη μοίρα μόνος·την Καλυψώ πώς έφθασε, 'ς την νήσον Ωγυγία, πώς τον κρατούσε, και άνδρα της επόθει να τον κάμη, 'ς τα κοίλα σπήλαια, κ' έτρεφεν αυτόν και γνώμην είχε 335 αθάνατον και αγέραστον αυτόν να καταστήση· αλλά ποτέ δεν έπειθετα στήθη την ψυχή του· πώς έφθασετους Φαίακαις, πολύ βασανισμένος· πώς ως θεόν ολόψυχα τον τίμησαν εκείνοι, και, αφού χρυσάφι, αφού χαλκόν κ' ενδύματα του δόσαν, 340 με καράβι τον έστειλαντην ποθητήν πατρίδα. και άλλο δεν είπε, ως έπεσεαυτόν ο γλυκύς ύπνος και όλα τα μέλη του 'λυσε και της ψυχής τα πάθη.

Απέθετε τότε το δισάκκιον ν' ανασάνη ολίγον και ανέπνεε την ευώδη της ανοίξεως δρόσον, αγνήν και αθάνατον, ενώ δηλητηριώδεις αναθυμιάσεις, ως από τέλματος, εκάλυπτον κάτω την πόλιν.

Λέξη Της Ημέρας

βόηθα

Άλλοι Ψάχνουν