United States or United Kingdom ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η μικρή της μπήκε ο Οξαποδώ μέσα της, τα υστερικά που τα λέτε εσείς οι γιατροί. Πάει και δαύτη. Κοντά σ' αυτέςθεός σχωρέσ' τιςπήγε άδικα και μιαν άλλη ψυχή. Εγώ την πήρα στο λαιμό μου. Εγώ ... ΜΙΣΤΡΑΣΠάει να πη; Μ-ΑΡΓΥΡΗΣΚαρτερούσε κι' αυτή η άμοιρη να παντρέψω τις αδερφάδες μου να τηνέ πάρω. Καρτέρεψε μια ζωή. Μαράζωσε κ' εκείνη και πάει. Αυτά που λες, εξοχώτατε.

Είναι χτήμα της καρδιάς μας η γλώσσα, δε θέλει να ξέρη άλλη γλώσσα η καρδιά μας. Και νάθελε, μια κορακίστικη λέξη δε θα μπορούσε να τσαμπουνίση απάνω στον πόνο της. Καρδιά και γλώσσα μεγαλώνουνε σα δίδυμες αδερφάδες. Η μια διαφεντεύει την άλληνα. Κάθε πόνος και το τραγούδι του, κάθε πάθημα και την παροιμία του. Πού να τις ξεχωρίση μια πεθαμμένη γραμματική!

Δε θα ζήσουμε φτωχικά και τώρα οπ' αρχοντέψαμαν. Τα ίδια της λαλούσε κ' η γυναίκα του Ζώη, η καλομαθημένη αρχοντοπούλα, τα ίδια της έψελναν κ' η «ξεμυαλισμένες» όπως τες έλεγε η γρηά, αδερφάδες του. Μα η Κυρά Χσούλα δεν ετέντωνε αυτί σε κανένα. — Πιάκαμαν λίγους παράδες τώρα, εμουρμούριζε, κ' επήρε ο νους σας αγέρα. Χαλασιές και φουρτούνες σας!

Τότες ήτον οπούχε βάλειτο νου του για ν' αρχοντέψη ο Ζώης. Έπιανε και παράν αλήθια με την τέχνη του. Επάντρεψε μιαν αδερφή του. Επαντρεύτηκε κι αυτός κόρη νοικοκυροπούλα με προικιό, και τώρα... ποιος τον κουβέντιαζε! Η μάνα του, ζούσε η κακομοίρα, κ' η δυο η αδερφάδες του, δεν είχανε που να τον βάλουν.

Είπε, κι' αφτοί όλοι απόμειναν χωρίς να βγάζουν λέξη. Μα εκεί είταν κάπιος Δόλονας, γιος βροντολάλου κράχτη, του Καλογνώμη, σε χαλκό και σε χρουσάφι πλούσιος· 315 ναι μεν κορμί είχε ασήμαντο, μα πιλαλά τα πόδια, και σπίτι του είταν μονογιός μες σ' αδερφάδες πέντε.

Κι' ο παπάς μαθές στον καιρό του και ταδέρφια μου και ταξαδέρφια μου, όλο μας το σώι και το σώι το δικό σας γεμιτζήδες σταθήκανε. Και μεις μαθές, και γυναίκες και μαννάδες κι' αδερφάδες, τους απαντέχαμε στην ξενητειά και με το καλό γυρίζανε πάλι και του κόσμου τα καλά μας φέρνανε. Εσύ πια θα σταθής μονάχος σημαδιακόςΤούπε και τούπε η παπαδιά, όσα κατέβαζε η γλώσσα της.

Τότες ήτον οπούχε βάλειτο νου του για ν' αρχοντέψη ο Ζώης. Έπιανε και παράν αλήθια με την τέχνη του. Επάντρεψε μιαν αδερφή του. Επαντρεύτηκε κι αυτός κόρη νοικοκυροπούλα με προικιό, και τώρα .... ποιος τον κουβέντιαζε! Η μάνα του, ζούσε η κακομοίρα, κ' η δυο η αδερφάδες του, δεν είχανε πού να τον βάλουν.

Οι αδερφάδες του, τανήψια του, τα ξαδέρφια τουδώδεκα παιδιά είχε κάνει ο μακαρίτης ο Μαστρο-Αποστόλης ο Κουμιώτης, ο πατέρας του, με τη μακαρίτισσα το Μοσχαδώ τη γυναίκα τουένα σόι τρικούβερτο, τον σταύρωναν. — Σε καλό σου, Μοναχάκη... Κάτσε να κάνωμε Λαμπρή μαζί, κάτσε να κάνωμε Χριστούγεννα. Αυτός τίποτε. — Τι με θέλετ' εμένα; Δόξα σοι ο Θεός, ένα τσούρμο παιδιά και θυγατέρες έχετε.

Τα λόγια σας είναι καθρέφτης που παρασταίνει τις χίλιες της αλλαγές. Στη χώρα οι πολιτισμένες οι αδερφάδες σας δεν τον έχουν αυτόν τον καθρέφτη. Εκείνες ξέρουνε λόγια που &κρύβουνε& τις λαχτάρες, τους καημούς, τις χαρές. Η μουσική της καρδιάς τους είναι τονισμένη απάνω σε ξένο σκοπό. Ως κ' η μιλιά τους από τα ξένα είναι φερμένη.

Έτσι εκατάφερε να παντρέψη ως τόρα τις τρεις αδερφές του, να συγγενέψη με τα καλήτερα σπίτια. — Ε, του λέγω Μανωλιό, μόλις τον είδα. Τόρα που έβγαλες αποπάνω σου το βάρος να κυτάξουμε να παντρεφτής κ' εσύ. — Εγώ; λέγει μ' ένα πικρό χαμόγελο. Εγώ παντρεύτηκα. Πήρα τέσσερες γυναίκες. — Τις αδερφάδες σου λες; Εκείνες με τη δόξα του θεού τις ξέκαμες.