Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 9 Ιουνίου 2025


Αυτός δεν είχε την τόλμην να της ενθυμίση το μέγα εκείνο γεγονός. Επί τέλους απελπισθείς ήρχισε να σχεδιάζη μίαν φράσιν· αλλ' άμα ήνοιγε τα χείλη του, η γλώσσα του παρέλυεν. Ευκολώτερα θα εξέφραζε με τα χέρια και με τα χείλη του ό,τι ήθελε να είπη.

Ενίοτε έχαναν το χάραγμα του δρόμου, απεπλανώντο κ' ευρίσκοντο αίφνης επί της κορυφής πελωρίων βράχων, κατά των οποίων άβυσσος ήνοιγε το στόμα της, και πάλιν κατέβαινον με τρεμουλιαστά γόνατα, κρατούμενοι εκ των πετρών και των θάμνων.

Ω! ο Παράδεισος, απ' αυτόν τον κόσμον ήδη, ήνοιγε τας πύλας διά να δεχθή το μικρόν άκακον πλάσμα, το οποίον ηυτύχησε να λυτρώση τους γονείς του από τόσα βάσανα. Χαρήτε, αγγελούδια που πετάτε γύρω-τριγύρω με τα φτερά σας, τα χρυσόλευκα, και σεις, ψυχαί των Αγίων, υποδεχθήτε το!

Καθ όσον δε και οι άλλοι απεσταλμένοι οι φέροντες τους χρησμούς ενεφανίζοντο ενώπιόν του, ο Κροίσος ήνοιγε και ανεγίνωσκεν όσα είχον γράψει. Και εκ μεν των άλλων αποκρίσεων ουδεμία είλκυσε την προσοχήν του· άμα όμως ήκουσε την των Δελφών, προσηυχήθη και επίστευσε, κρίνων ότι το μόνον μαντείον ήτο το των Δελφών, αφού εμάντευσε τι αυτός έκαμε.

Το αποτέλεσμα της τοιαύτης σκηνής ήτο, ότι συνήθως η οικοδέσποινα μη δυναμένη ν' ανέχηται τας τοσαύτας αράς, ήνοιγε βιαίως την θύραν, και κατεδίωκε με σανίδα τινά την γραίαν. Αλλ' αύτη ήτο ήδη μακράν, και άμα εκπέμπουσα τους κεραυνούς της, έφευγε. Παράδοξον δε ότι μ' όλον τον δίδυμον ύβον και τον συνεχή τρόμον του σώματος, τα σκέλη της τότε ανελάμβανον ασυνήθη δύναμιν, και έτρεχε.

Επί έν έτος και οκτώ μήνας εζήσαμεν κατ' αυτόν τον τρόπον. Την δε πέμπτην ημέραν του ενάτου μηνός κατά το δεύτερον του στόματος άνοιγμαδιότι το κήτος ήνοιγε μίαν φοράν κάθε ώραν το στόμα του, ώστε από τα ανοίγματα εσυμπεραίναμεν τας ώραςκατά το δεύτερον λοιπόν, ως είπα, άνοιγμα, έξαφνα ηκούσθη βοή μεγάλη και θόρυβος και ως ναυτικά παραγγέλματα και κωπηλασίαι.

Ηγέρθη, εσήκωσε τον κράββατον, εφ' ου έκειτο, και ενώ το πλήθος εν καταπλήξει του ήνοιγε τώρα διέξοδον, απήλθεν οίκαδε δοξάζων τον Θεόν. Και το πλήθος, όταν ήρχισε να διασπείρεται, εξέφερον προς αλλήλους επιφωνήματα εκπλήξεως μετά φόβου μεμιγμένης. — «Παράδοξα είδομεν σήμερον! Ουδέποτε ούτως είδομεν»!

Εορτάσιμόν τινα πρωίαν, καθ’ ην ο ουρανός του Βερολίνου θέλων, φαίνεται, να δικαιολογήση το κείμενον του Μωϋσέως, ήνοιγε τους καταρράκτας του, καταφυγών εις την έρημον βιβλιοθήκην και από αιθούσης εις άλλην περιφερών τα χασμήματα και την ανίαν μου, ευρέθην αίφνης εις την απέραντον στοάν, ένθα τα Θεολογικά του μεσαιώνος βιβλία, περιτυλιγμένα εις παχύ στρώμα λευκού κονιορτού, ως νεκροί εις τα σάβανά των, κοιμώνται βαθύν και ανενόχλητον ύπνον.

Οι δύο αγύρται τον παρεκάλεσαν να πλησιάση, και τον ηρώτησαν πώς του αρέσει το σχέδιον και τα χρώματα, και του εδείκνυαν τα εργαλεία· ο δε υπουργός ήνοιγε τα μάτια του, αλλά δεν έβλεπε τίποτε, αφού δεν είχε τι να ιδή. — Καλέ, τόσον ανόητος είμαι; εσυλλογίζετο · και να μη μου περάση ποτέ από τον νουν! Αλλά δεν πρέπει να το μυρισθή κανείς άλλος.

Ήσαν δε γύρω μας πολλά και διαφόρων ειδών ψάρια και είχαμεν ακόμη από το νερόν το οποίον επήραμεν από τον Εωσφόρον. Την επομένην το πρωί, οσάκις ήνοιγε το στόμα του το κήτος εβλέπαμεν άλλοτε στερεάν, άλλοτε όρη, άλλοτε δε μόνον τον ουρανόν, πολλάκις δε και νήσους• διότι, ως ησθανόμεθα, το κήτος έτρεχε με ορμήν προς διάφορα μέρη της θαλάσσης.

Λέξη Της Ημέρας

βόηθα

Άλλοι Ψάχνουν