Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 12 Ιουνίου 2025


Αλλ' οι Λακεδαιμόνιοι, βλέποντες ότι ήτον αδύνατον να ομιλήσουν ενώπιον του πλήθους, μολονότι ήθελαν ένεκα των συμφορών των να κάμουν υποχωρήσεις, επί τω φόβω όμως μήπως συκοφαντηθούν εις τους συμμάχους ότι ωμίλησαν και δεν εισηκούσθησαν, και προϋποθέτοντες άλλως ότι οι Αθηναίοι δεν θα συγκατετίθεντο με μετρίους όρους, ανεχώρησαν εξ Αθηνών άπρακτοι.

Οι δε στρατηγοί των Συρακουσίων, οι οποίοι άλλως ήσαν πλήρεις εμπιστοσύνης και εσκέπτοντο μάλιστα, και άνευ αυτής της ειδήσεως, να παρασκευασθούν, διά να βαδίσουν εναντίον της Κατάνης, επίστευσαν πολύ απερισκέπτως εις τον άνθρωπον εκείνον και αμέσως συμφωνήσαντες διά την ημέραν, κατά την οποίαν ήθελαν φθάσει, τον απέπεμψαν.

Εν τούτοις ο Κλέων, στείλας προηγουμένως εις τον Δημοσθένην άγγελον, διά να τον ειδοποιήση ότι έμελλε να έλθη μετ' ολίγον και να του φέρη τον ζητηθέντα στρατόν, φθάνει εις την Πύλον· και ενωθέντες οι δύο στρατηγοί στέλλουν πρώτον εις το επί της αντικρύ ξηράς στρατόπεδον κήρυκας προσκαλούντες αυτούς, εάν ήθελαν, να διατάξουν τους εν τη νήσω πολεμιστάς των να παραδοθούν μετά των όπλων των, με την υπόσχεσιν ότι οι Αθηναίοι θα κρατούν μέτριον αποκλεισμόν μέχρις ου συνομολογήσουν οριστικόν συμβιβασμόν.

Μετά δε ταύτα, και κατά το θέρος, οι Χίοι και άνευ της συνδρομής των Πελοποννησίων εξηκολούθησαν να εμφανίζονται με ισχυράς δυνάμεις, χωρίς ουδόλως να χαλαρώσουν τον ζήλον, τον οποίον είχαν να διενεργούν αποστάσεις των πόλεων, θέλοντες άλλως να περιπλέξουν εις τον ίδιον αυτών κίνδυνον, όσον περισσοτέρας πόλεις ήθελαν δυνηθή.

Είπε δε εις όλους να παρασκευασθούν και γίνωσι πιστοί σύμμαχοι, μη έχοντες άλλην ευθύνην ειμή των σφαλμάτων, τα οποία ήθελαν πράξει εις το εξής· ότι ως προς το παρελθόν ουδέν δικαίωμα είχαν οι Λακεδαιμόνιοι να παραπονεθούν, διότι δεν ηδικήθησαν αυτοί, αλλά μάλλον οι Τορωναίοι υπό λαού ισχυροτέρου και ότι τέλος η προτέρα αντίστασίς των ήτον αξία συγγνώμης.

Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· «Του Λαερτιάδη ω σεβαστή γυναίκα του Οδυσσέα, μη φθείρης την καλή σου ειδή, μη την καρδιά σου λυόνης τον σύντροφό σου κλαίοντας· πλην δεν σε κατακρίνω· κ' εάν κάθ' άλλη οδύρεται, τον άνδρα της αν χάση, 265 'που τέκν' απόλαυσε απ' αυτόν, εσύ πώς να μην κλαίης τον Οδυσσέα, 'πώμοιαζε με τους θεούς, ως λέγουν; αλλά παύσε τα δάκρυα, τους λόγους μου ν' ακούσης· θέλει ομιλήσω αληθινά χωρίς το ουδέν να κρύψω, είδησι της επιστροφής πως έχω του Οδυσσέα, 270 'που ζη σιμά, 'ς των Θεσπρωτών την κάρπιμη την χώρα, και πολλούς φέρει θησαυρούς 'που απ' το κοινό συνάζει· αλλ' έχασετα σκοτεινά πελάγη τους συντρόφους με το καράβι, ως έπλεεν από την Θρινακία, ότιαυτόν ωργίσθηκαν ο Ήλιος και ο Δίας 275 αφού τα βώδια φόνευσαν εκείνου οι σύντροφοί του· κείνοιτον πολυτάραχον πόντον χαθήκαν όλοι, και αυτόν, 'που επάνω ανέβηκετου πλοίου την καρίνα, τα κύματ' έβγαλαντην γη των θεογενών Φαιάκων, οπ' ως θεόν τον τίμησαν και τον φιλοδωρήσαν, 280 και να τον στείλουν άβλαπτον ήθελαντην πατρίδα. και από καιρό θα 'ταν εδώ φθασμένος ο Οδυσσέας, αλλ' όμως συμφερώτερο του φάνηπολλά μέρη της γης γυρνώντας πράγματα πολλά να θησαυρίζη. τόσο πολλά τεχνάσματα γνωρίζ' ο Οδυσσέας, 285 ουδέ θνητός ευρίσκεται να μετρηθή μ' εκείνον. αυτά μου είπε ο Φείδωνας, οπ' είναι βασιλέας των Θεσπρωτών, και ως σπόνδιζετο σπίτι ωρκίσθη εμπρός μου 'που το καράβ' είχε ριχθή κ' οι σύντροφοι έτοιμ' ήσαν, 'που κείνον θα οδηγήσουσιτην ποθητήν πατρίδα. 290 αλλ' έπεμψε μέ πρότερα, τι Θεσπρωτών καράβι έτυχε για το κάρπιμο Δουλίχιο να κινήση. και μου 'δειξ' όσους θησαυρούς εσύναξ' ο Οδυσσέας, 'που αρκούσαν και την δέκατη να θρέψουν γενεά του· θησαυρούς τόσους είχε αυτόςτα σπίτια του κυρίου. 295 καιτην Δωδώνην έλεγεν ότ' είχε αυτός περάσει απ' του θεού το υψηλό δρυ το θέλημα του Δία ν' ακούση, αν ολοφάνερα ή μυστικά θα γύρη, τόσους αφού 'λειψε καιρούς, 'ς την ποθητήν πατρίδα. ιδού πώς κείνος σώζεται, κ' ήδη θα φθάση κ' είναι 300 πολύ σιμά, και δεν αργεί να ιδή τους ποθητούς του και την πατρίδα· και άκουσε τον όρκο 'που σου δίδω· μάρτυς μου ο Δίας, των θεών ο εξαίσιος και πρώτος, και η γωνία, πώφθασα, του άπταιστου Οδυσσέα, πως όλα τούτα θα συμβούν καθώς τα λέγω τώρα· 305 ο Οδυσσέας έρχεται τούτος πριν κλείσ' ο χρόνος, τούτος ο μήνας άμ' εβγή και άμα πατήσ' ο άλλος».

Όταν φθάσουν τα πλοία του βασιλέως, ο στάλος των Λακεδαιμονίων, των συμμάχων και του βασιλέως θα επιχειρούν τον πόλεμον από κοινού, όπως ήθελαν αποφασίσει ο Τισσαφέρνης, οι Λακεδαιμόνιοι και οι σύμμαχοι· εάν δε θελήσουν να παύσουν τον πόλεμον, να παύσουν αυτόν ομοφώνως». Αι μεν σπονδαί τοιαύται υπήρξαν.

Προσκληθέντες εκεί υπό των μερίδων αι οποίαι εφιλονίκουν μεταξύ των, ήθελαν συγχρόνως να κατεδαφίσουν εάν ηδύναντο το εν Κυψέλοις τείχος, το οποίον κείμενον εις την Παρρασικήν πλησίον της Λακωνικής Σκιρίτιδος είχε κτισθή υπό των Μαντινέων και εφρουρείτο παρ' αυτών.

Όλοι τον ήθελαν ως βοηθόν, ως δεύτερον πλοίαρχον, αυτός όμως κατέληξεν εις το πλοίον του Καραγιάννη, νέου πλοιάρχου, με τον οποίον συνεδέθη με τους αρρήκτους δεσμούς φιλίας πραγματικής. Ο Αντωνέλλος ήτο η ψυχή του πλοίου. Ακαταπόνητος, αυστηρός, αλλά δίκαιος, μόνον τους οκνηρούς απεστρέφετο. Νεότητα ο Αντωνέλλος δεν είχε γνωρίση· παρήλθε δι' αυτόν χωρίς σχεδόν να το καταλάβη.

Ακούοντες οι ναύται εκείνοι την διήγησιν τοιούτων συμβάντων έμειναν εκστατικοί· εθαύμασαν μάλιστα διά τον τρόπον που ελευθερώθην από το γερόντιον εκείνο, λέγοντές μου, ότι εκείνο ήτον ένα ανθρωπόμορφον θαλάσσιον θηρίον, το οποίον είχεν εξουσιάσει αυτό το νησί και έπνιγεν όλους, που ήθελαν πλησιάσει με διαφόρους τρόπους, και εσύ είσαι ο μόνος ελευθερωτής του νησιού και εκδικητής των τόσων αθώων, που εκείνο το θηρίον εθανάτωσε, και διά τούτο το νησί ήτον έρημον και ακατοίκητον.

Λέξη Της Ημέρας

βόηθα

Άλλοι Ψάχνουν