Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 14 Ιουνίου 2025


Έλαβον άκραν χαράν και αγαλλίασιν, όταν ελευθερώθην από εκείνο το πονηρόν ζώον· έμεινα τότε τρόπον τινά παρηγορημένος επειδή και εις εκείνας τας ημέρας που το ζώον εκείνο με έφερεν ένθεν κακείθεν ωσάν το άλογον, δεν είδα καμμιάς λογής ζώον άγριον εκεί, αλλά μόνον πουλιά που εκελαδούσαν, λαγούς διαφόρων ειδών και άλλα μικρά ζώα αβλαβή, τα οποία δεν μου επροξενούσαν κανένα φόβον.

Ο Ζευς συνέσπασε τας οφρύς και έσεισε την κυανήν του χαίτην, η Ήρα έρριψε καχύποπτον βλέμμα επί της Ψυχής και έδραξε μίαν άκραν της χλαμύδος του Διός, η Αθηνά επορφυρώθη εξ αιδούς, ο Άρης έστρηψε τον μύστακά του, ο Απόλλων έφερεν εις τον δεξιόν οφθαλμόν την κρεμαμένην διόπτραν του, η δε Αφροδίτη, βαλούσα κραυγήν αγανακτήσεως, ελιποθύμησεν, αφού εβεβαιώθη πρότερον ότι έμελλε να πέση εις τας αγκάλας του όπισθεν αυτής ισταμένου Απόλλωνος.

Ήτο γνωστόν μόνον ότι η εν λόγω νέα είχεν έλθει διά νυκτός, αλλ' ουδεμία των μοναχών είξευρεν ούτε τις την έφερεν ούτε διατί ήλθε. Περιέμενον την επιούσαν και την μεθεπομένην, ελπίζουσαι να την ίδωσιν εξερχομένην του κελλίου, όπου είχε κλεισθή τη διαταγή της ηγουμένης. Αλλ' η προσδοκία αύτη υπήρξε ματαία. Ουδεμία των καλογραιών ηξιώθη να ίδη το πρόσωπόν της.

Αι ακτίνες δύο μαύρων οφθαλμών τον εκράτουν εκεί, ως χρυσαί αλύσεις, δεσμευμένον και σκλάβον. Αντί να τραπή προς τα βουνά εξήλθε και επλανάτο εις τους δρόμους του χωριού σύννους και περίλυπος. Και τα βήματά του αυτομάτως τον έφεραν προ της οικίας του Θωμά, όπου πρώτην φοράν δεν είδε το φέσι, το οποίον τον έφερεν εις απελπισίαν.

Ο Δαλήκ εμίσευσεν ευθύς ωσάν μία αστραπή, και επήγεν εις το μαγειρείον του αρχιστρατήγου, και παίρνοντάς την, την έφερεν εις τον ναόν. Οι δύο αδελφές αγκαλιάσθηκαν με πολλήν χαράν και αγάπην.

Ούτε είχε κυρώσει μέχρι τούδε την άκαιρον και πρόωρον χρήσιν του τίτλου «Υιός Δαυίδ», τίτλου όστις, εάν τον απεδέχετο δημοσία, δυνατόν να παρηνώχλει την υψίστην αποστολήν Του, με το να έφερεν εις στάσιν προς χάριν Του εναντίον της ρωμαϊκής εξουσίας.

Ανέπτυξε κατά πρώτον και έστρωσε μέγα τετράγωνον τραπεζομάνδηλον, έργον των χειρών της, υφασμένον με κυανόλευκα λωρία στενά· παρέθηκε κατά σειράν καθαρά λευκά πιάτα, μαχαίρια και πηρούνια και ποτήρια, την αλατιέρα, ένα μέγαν λάζον ναυτικόν του Ποταμού διά τον διαμελισμόν του χοιριδίου· και έφερεν έν από τα αφράτα ψωμία της εορτής και φιάλην εκλεκτού οίνου μοσχάτου.

Τέλος εταίριασαν και συνήφθη ο αρραβών. Ο μεγάλος υιός του Στεφανή, ο Στάθης, έλαβε το τσέκι, το οποίον έφερεν εξ Αμερικής ο αδελφός του, απήλθεν εις Βώλον και το εξηργύρωσεν. Ήτο περίπου διά πεντακοσίας αγγλικάς λίρας. Επιστρέψας εκ Βώλου έφερε περί τας 18 ή 19 χιλιάδας χαρτίνας δραχμάς. Τόση ήτον η περιουσία του Θανάση.

Δεν ήθελε καθόλου ν' αντικρύση την σκιάδα εκείνην. Από ημερών ήδη, κάτι μέσα της της έλεγε να την φοβήται· ότι το συναπάντημά των αυτό δεν ήτο καλόν και ότι πλειοτέρα μετ' αυτής εξοικείωσις δεν θα την έφερεν εις αγαθόν αποτέλεσμα. Έστρεψε λοιπόν τα νώτα προς αυτήν η λυγερή και πλησιάσασα, εκάθησε παρά την οφρύν της τάφρου.

Δος μου την σάκκα σου, είνε ενωρίς ακόμη, θα κάμωμεν μαζί ένα περίπατον. — Τι χαρά! Έστρεφε συχνά η Ανθούλα και εθαύμαζε την Νεράιδα, ήτο τόσον ωραία! Και πόσον ελαφρά περιπατούσε, μόλις ημπορούσε να την ακολουθή η Ανθούλα. Την έφερεν εις κήπους με άνθη παράξενα, με οπωρικά όλων των ειδών· με ανθισμένα κλαδιά της έπλεξε κούνιες.

Λέξη Της Ημέρας

στάθη

Άλλοι Ψάχνουν