Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 20 Ιουνίου 2025


Και εξηκολούθησε πάλιν ομιλούσα. — Μάλιστα, εθύμωσα! αυτό δεν το αρνούμαι. Αλλά εθύμωσα όχι μαζί σου, αλλά με τον Βεζούβιον. Με τον ΓέροΒεζούβιόν σου, τον σκληρόν και απάνθρωπον μνηστήρα σου! Ακούς εκεί; Έκαψε μίαν, και τώρα προσπαθεί να κάψη μίαν άλλην! Και μετ' ολίγον ίσως μίαν άλλην και ούτω καθεξής! Σ' αρέσει αυτό; Και τι πταίει τότε η Νεάπολις αν δεν επιθυμή να πέση εις τα βρόχια του.

Δε θα κάμουν οι δασκάλοι, αφτή η γλώσσα να μην υπάρχη, αφού υπάρχει, ακόμη κι αν τους αρέσει να φωνάξουν πως δεν υπάρχει γλώσσα. Και τώρα που την έχει ο λαός, θέλουνε να του τη σηκώσουν και να του καθίσουνε μιαν άλλη με το ζόρι, που μήτε ίδιοι τους δεν τη μιλούνε, μήτε ο λαός μπορεί να την καταλάβη. Αφτή τη γλώσσα, κοριτσάκι μου, ναγαπάςαφτή τη γλώσσα να γράφουμε, για να μας διαβάζης.

Αυτά 'πε, κ' εγώ προς αυτήν «θεά, συ δίδαξέ με, αν κάποιος τρόπος γίνεται κ' εκείνην να ξεφύγω την πάγκακη την Χάρυβδι, και πάλι ν' αντικρούσω την άλλην, όταν θα χυθή τους φίλους να μου αρπάξη».

Παράσχο τι με μέλει; πόλεμο μαζί του δεν έχωαν έβγαινε να μας πη· — «Στα χρόνια τα παλιά, ζούσανε πολλοί που σήμερα τους ξεχνάτε. Το Σολωμό σα να μην τον ξέρετε πια. Έχετε άδικο. Είταν ίσως ο μόνος μας ποιητής, αφού πρώτος αφτός φάνηκε ύστερις από τα χρόνια της σκλαβιάς, ύστερις απ' όλονα το μεσαιώνα. Ο Βηλαράς έννοιωθε τι θα πη επιστήμη, έννοιωθε και ποίηση.

Δηλαδή έλεγε ότι από αυτά τα δύο ποιήματα το μεν έν συνετάχθη προς τιμήν του Οδυσσέως, το δε άλλο προς τιμήν του Αχιλλέως. Λοιπόν θα ήθελα πολύ να μάθω από τον Ιππίαν, αν έχη ευχαρίστησιν, ποίαν γνώμην έχει δι' αυτούς τους δύο άνδρας, ποίον δηλαδή από τους δύο θεωρεί ανώτερον, αφού και άλλα πολλά και πολύπλοκα μας επέδειξε και δι' άλλους ποιητάς και διά τον Όμηρον. Εύδικος.

«Φίλε, σήκωσε το μαντύα σου, κατέβα στο νερό, και βάστηξε τη Βασίλισσα, αν δηλαδή δε φοβάσαι, έτσι τσακισμένο που σε βλέπω, μη λυγίσης στη μέση του δρόμου». Ο προσκυνητής πήρε τη Βασίλισσα στα χέρια του. «Φίλε» του είπε κείνη σιγά. Έπειτα ακόμη σιγώτερα: «Κάνε να πέσης στον άμμο». Σαν έφθασε στην όχθη, εσκόνταψε κι' έπεσε, κρατώντας τη Βασίλισσα σφιγμένη στα χέρια του.

Ιδού κροτούν, συντρίβουσι τους πύργους θαλασσίους Εχθρών απείρων· σκάφη, Ναύτας, ιστία, κατάρτια Η φλόγα τρώγει· Και καταπίνει η θάλασσα Τα λείψανα· την νίκην Ύψωσ' ω λύρα· αν ήρωες Δοξάζωνται, το θείον Φιλεί τους ύμνους Ωθωμανέ υπερήφανε, Πού είσαι; νέον στόλον Φέρε, ω μωρέ, και σύναξε· Νέαν δάφνην οι Έλληνες Θέλουν αρπάξειν. Στροφή Α

Όταν δε είδε τον φιλόσοφον Απολλώνιον προπεμπόμενον υπό πολυαρίθμων μαθητώνανεχώρει δε κληθείς υπό του βασιλέως εις Ρώμην διά να τον έχη σύντροφον και διδάσκαλον,— είπεν• Ιδού ο Απολλώνιος και οι Αργοναύται του. Ερωτηθείς αν η ψυχή είνε αθάνατος, Όπως και όλα τα άλλα, απήντησε.

Αμλέτε, ακροάσου, ακροάσου! Και αν, οπότ' εζούσε, τον γλυκόν σου πατέρ' αγάπησες, — ΑΜΛΕΤΟΣ Θεέ μου! ΠΝΕΥΜΑ τον μιαρόν εκδίκ' αφύσικόν του φόνον. ΑΜΛΕΤΟΣ Φόνον; ΠΝΕΥΜΑ Και μιαρόν, ως κάθε φόνος και όταν δικαιολόγησιν έχη, αλλ' όμως ωσάν τούτος αφύσικος και μιαρός δεν έγιν' άλλος.

Θα τον πάρω κάτω στο ακρογιάλι απόψε το βράδι, όταν θα κοιμούνται όλοι. Είναι μια μικρή πάλη. Κ' έτσι δε θα σε βασανίζω πια όπως το έκαμα έως τώρα. Μπήκα μπροστά της και με όση δύναμη είχανε τα χέρια μου την κάθησα με βία στον καναπέ. — Περίμενε, είπα, περίμενε! Δεν το ξέρεις και συ τι κάνεις. Μα εκείνη μου απάντησε μονάχα: — Θα είναι δυστυχία και των δυο μας, αν μ' εμποδίσης.

Λέξη Της Ημέρας

αναστασίας

Άλλοι Ψάχνουν